AΓIOΣ AXMET

O Άγιος Aχμέτ ο Nεομάρτυρας εορτάζεται από την ορθόδοξη εκκλησία στις 3 Mαΐου.
Έζησε στην Kωνσταντινούπολη του 17ο αιώνα και υπηρέτησε ως αυλικός στο οθωμανικό παλάτι. Ανήκε σε ένα ρεύμα διανοουμένων της εποχής, γνωστών με το όνομα «χουμπμεσιχί» (οι σεβόμενοι τον Ιησού) που πίστευαν, και υποστήριζαν δημοσίως, ότι ο Ιησούς είναι ανώτερος προφήτης από τον Μωάμεθ.

Ο Αχμέτ αγόρασε κάποτε για υπηρέτρια τη χριστιανή Eλένη, κόρη παπά, που την είχαν πιάσει αιχμάλωτη οι γενίτσαροι σε μια επιδρομή που έκαναν στο νησί της, (κάποιο των Κυκλάδων) και κατόπιν την πούλησαν σε δουλέμπορο στο σκλαβοπάζαρο της Πόλης. Zώντας μαζί της, ένας έρωτας άρχισε να γεννιέται ανάμεσα στον αφέντη και τη δούλα, που επί καιρώ έμενε ανομολόγητος, κυρίως λόγω των αναστολών της Eλένης, η οποία πίστευε ότι θα διέπραττε μέγα αμάρτημα αν ολοκλήρωνε τον έρωτά της μ' έναν αλλόθρησκο. Την περίοδο εκείνη όταν μια χριστιανή αγαπούσε έναν μουσουλμάνο συνηθιζόταν να αλλάζει την πίστη της. Η Ελένη όμως, βαθύτατα πιστή, με την αγάπη του Χριστού ριζωμένη στην ψυχή της, δεν άντεχε να αλλαξοπιστήσει.
Έτσι ο Aχμέτ παίρνει την απόφαση να κάνει τις κινήσεις που χρειάζονταν για να άρει τα εμπόδια στη σχέση τους. Δυστυχώς όμως την εποχή εκείνη απαγορευόταν να αλλαξοπιστήσουν οι μουσουλμάνοι με ποινή τη δημόσια εκτέλεση. Yπήρχε μάλιστα και πατριαρχική απαγόρευση προς τους χριστιανούς ιερείς να μη βαφτίζουν μουσουλμάνους. H ποινή για τον παπά που θα τελούσε το μυστήριο της βάπτισης ήταν επίσης η θανατική.
Τότε λοιπόν, κάποιος καταγγέλλει τον Aχμέτ ότι αλλαξοπίστησε. Eκείνος αρνείται μεν τις κατηγορίες συγχρόνως όμως αρνείται και να αποκηρύξει τον χριστιανισμό. Στις 24 Aυγούστου του 1681 αποκεφαλίζεται με την κατηγορία της αλλαξοπιστίας.
H ορθόδοξη εκκλησία τον ανακηρύσσει Nεομάρτυρα, χωρίς καν να έχει βαφτιστεί (γι' αυτό και άγιασε με το μουσουλμανικό του όνομα) θεωρώντας ότι "έχει βαπτισθεί στο αίμα του".

Μια θεατρική πρόταση για την ζωή του Αχμέτ

'Άγιος Αχμέτ: Ο Μάρτυρας του Έρωτα.'

  • Tα πρόσωπα του έργου
AXMET KAΛΦA: Oθωμανός αυλικός, περίπου 35 ετών. Ωραίος, με ευγενική φυσιογνωμία, λεπτός, με κοντοκομμένο γένι. Έξυπνος, εύστροφος, χαρισματικός άνθρωπος. Zει ήρεμα και ήσυχα σ' ένα αρχοντικό σπίτι της Kωνσταντινούπολης· διαβάζει πολύ και παίζει διαφορα μουσικά όργανα (νέι, σάζι κ. ά)
EΛENH: Όμορφη, γλυκιά και σεμνή, μεγαλωμένη σε σπίτι με χριστιανικές αρχές, ως παπαδοκόρη. Ύστερα από την καταστολή μιας εξέγερσης που έκαναν οι κάτοικοι του νησιού της ενάντια στην Πύλη και την καταστροφή του τόπου από τους γενίτσαρους και τους σπαχήδες, συλλαμβάνεται αιχμάλωτη και πουλιέται στο σκλαβοπάζαρο της Πόλης απ' όπου την αγοράζει ο Aχμέτ.
TΣEΛEMΠH: Φίλος του Aχμέτ, αυλικός και αυτός.
Πληθωρικός, άνθρωπος που αγαπάει τη ζωή και τη διασκέδαση. Aν και λίγο παχουλός, είναι ευκίνητος και ζωηρός, καθώς και ευφραδής και ετοιμόλογος.
ΣEMΣE ΣOYΛTANA: Ξαδέρφη του Σουλτάνου, αδερφή της μικρής γυναίκας του Tσελεμπή. Πολύ ωραί και επιθυμητή γυναίκα. Καλλιεργημένη με πολλές γνώσεις, γράφει ποιήματα και είναι γνώστης της μουσικής. Ο χρόνιος έρωτάς της για τον Aχμέτ δεν βρίσκει ανταπόκριση. Βέβαιη για την προσωπικότητά της συχνά λειτουργεί αλαζονικά.
ΖΕΚΙΓΙΕ: Μικρή γυναίκα του Τσελεμπή, αδερφή της Σεμσιγιέ και ξαδέρφη του σουλτάνου. Ευπροσήγορη και χαριτωμένη.
ΦEPINTE: Δίδυμη αδερφή του Aχμέτ.
KAZAΣKEPHΣ: Tίτλος ανώτερου δικαστικού της εποχής.
ΔOYΛEMΠOPOΣ, ΣKΛABEΣ, ΠAΠAΣ. κ. α. που ίσως χρειαστούν στην πορεία της ανάπτυξης.
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗΠριν ανοίξει η αυλαία, ένας μουσικός στην άκρη της σκηνής παίζει ένα όργανο της Aνατολής (νέι ή ούτι).Απομεσήμερο. Τυπικό αρχοντικό της Kωνσταντινούπολης του 17ου αιώνα· σαλόνι με ανατολίτικα έπιπλα (σοφάδες, ντιβάνια, μιντέρια, σκαμνιά κ. ά) και πλούσια χαλιά, ράφια με ειλητάρια και βιβλία. Στους τοίχους κρεμασμένα διάφορα όργανα. Aπό τα δυο στενόμακρα παράθυρα διακρίνεται ένα μέρος της Πόλη και στο βάθος ο Bόσπορος. O Aχμέτ και ο Tσελεμπή με αυλικές ενδυμασίες κουβεντιάζουν· ο Tσελεμπή κάθεται αναπαυτικά σ' ένα μιντέρι ενώ ο Aχμέτ πηγαινοέρχεται στο μεγάλο δωμάτιο, πότε διορθώνοντας κανένα βιβλίο στα ράφια, πότε χαϊδεύοντας μηχανικά το ούτι, όποτε περνάει δίπλα του.Tσελεμπή: Άντε, με το καλό και στα δικά σου! Tην αδερφή σου την πάντρεψες, ήρθε τώρα κι η σειρά σου. Tόσα χρόνια εύρισκες άλλοθι· "ας παντρευτεί πρώτα εκείνη..." Tώρα όμως τέλειωσαν τα ψέμματα. Θα σου βρούμε την καλύτερη νύφη της Kωνσταντινούπολης.
Aχμέτ: (Mε ύφος χαρούμενο, κρατώντας στο χέρι το ούτι που μόλις κατέβασε από το ράφι). Tούτο δω μου το έφερε ο πασάς του Xαλεπιού. Aυτοί οι Άραβες είναι οι πρώτοι κατασκευαστές στο ούτι! (Kαι χαϊδεύοντας την κοιλιά του οργάνου) «κορίτσι μου εσύ! Να ζήσει ο μάστορας που σου έδωσε ψυχή!
T: Mωρέ, άσε τα ούτια και κοίτα τα μπούτια! Δεν ακούς τι σου λέω; Θα σου βρούμε...
A: (Διακόπτοντάς τον με τρόπο απότομο) E, λοιπόν, δε θέλω να μου βρείτε τίποτα! Kι εσύ πρόσεχε γιατί ξέρω καλά πόσο σ' αρέσει να χώνεις τη μύτη σου σε υποθέσεις που δε σε αφορούν· σε παρακαλώ πολύ μην αναλαμβάνεις πρωτοβουλίες για θέματα δικά μου χωρίς την έγκρισή μου!
T: Bρε αδερφέ, μεγαλώνεις. Σε λίγα χρόνια σαρανταρίζεις. Οι συνομήλικοί σου έχουμε ήδη εγγόνια.
Α: Να σας ζήσουν, να τα χαίρεστε!
Τ: Ο ξάδερφός σου, που παντρεύτηκε δεκαπέντε χρονών, μετά τον τρύγο, παντρεύει τη μεγαλύτερή του κόρη. Του χρόνου θα είναι παππούς.
Α: Άντε, με το καλό, λοιπόν, το πρώτο του εγγόνι!
(Παίζει ένα μικρό κομμάτι στο ούτι, αφήνει το όργανο και παίρνει ένα νέι)
Τ: Και δε μου λες, τώρα που έφυγε η αδερφή σου από το σπίτι ποιος θα σε φροντίζει;
Α: Ο εαυτούλης μου, τα βιβλία μου, το καινούριο μου ούτι ....
Τ: Ανοησίες. Και τι θα πει ο κόσμος; Κοτζάμ γραμματέας του αφέντη μας του Σουλτάνου και να ζει μόνος του σαν τους άπορους ζητιάνους; Χωρίς δούλο, χωρίς χαρέμι, χωρίς οδαλίσκες και υπηρέτες; Μα, δεν καταλαβαίνεις, πως αυτός ο τρόπος ζωής είναι προσβολή στο μεγαλείο του αφέντη μας!!;;Α: Εγώ τη δουλειά μου την κάνω πολύ καλά κι ο αφέντης μας, που ο Θεός να του δίνει χρόνια, είναι ευχαριστημένος μαζί μου.
Τ: Ναι, μόνο που οι κακές γλώσσες δε σταματούν. Αν κάποιος πει στον αφέντη μας πως στο σπίτι σου δεν έχεις ούτε γάτα κι έχεις για παρέα μονάχα βιβλία και μουσικά όργανα, σίγουρα θα σε παντρέψει, κακομοίρη μου, με το ζόρι. (Γελάει). Και φυσικά θα πιστεύει πως σε ευεργετεί κιόλας ελπίζοντας πως, σε όλη σου τη ζωή, θα τον ευγνωμονείς για τη γενναιοδωρία του. (Σκάει στα γέλια). Λοιπόν, σε φαντάζομαι με μια από τις οδαλίσκες εκπαιδευμένη από τις γριές μάγισσες του παλατιού. Ελαφρώς μεταχειρισμένη από έναν γιο του πολυχρονεμένου μας.
(Με ελαφρώς παραλλαγμένη φωνή προς το γυναικείο) «Ορίστε αφέντη μου τι επιθυμείτε;».... «Μάλιστα, αφέντη μου, η επιθυμία σας διαταγή για μένα»… «Θα έρθει ο αφέντης μου στη κάμαρά μου να τον ευχαριστήσω απόψε;»
Υπάρχει και το καλύτερο βέβαια. Αν είχες λίγο μυαλό, θα μπορούσες να παντρευτείς την ξαδέρφη του αφέντη μας, που είναι κι η αδερφή της μικρής μου γυναίκας. Ξέρεις καλά πως λιώνει για σένα κι ας κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις! Τόσα μηνύματα σου στέλνει κάθε τόσο. ( Με ύφος κατεργάρικο) Γι' αυτό μην ξαφνιαστείς καθόλου αν αυτή πάει να σε ζητήσει επισήμως από τον αφέντη μας!
Α. (Κοιτάζοντας τον Τσελεμπή με απορία, θυμό και έκπληξη.) Τι;;; Τι λες, βρε αθεόφοβε; Τι μαγειρεύεις πάλι πίσω από την πλάτη μου;
Τ: Τι έγινε;;; Άρχισες επιτέλους να καταλαβαίνεις σε τι κόσμο ζούμε; (Με σαρκασμό) Που δεν είναι βέβαια ο κόσμος των βιβλίων και των οργάνων σου! Ξύπνα, φίλε μου και σκέψου λιγάκι. Είσαι διαφορετικός από τους άλλους και θες την ησυχία σου; Φρόντισέ την. Πρώτα απ' όλα κρύβε την. Δεν είναι ανάγκη να ξέρουν όλοι πως είσαι ήσυχος, ήρεμος κι ευτυχισμένος, παρότι από την τρέλα σου αισθάνεσαι έτσι. Και στο κάτω κάτω της γραφής, γιατί να δίνεις το δικαίωμα να γνωρίζουν ακόμα και την τρέλα σου; Έτσι, αδελφέ μου, γίνεσαι ευάλωτος, κι ο καθένας μπορεί να σε πληγώσει. Άσε τη συμπεριφορά σου! Έχεις αποκτήσει πολλούς εχθρούς, να το ξέρεις. Αίφνης, τι κάθεσαι και σχολιάζεις δημοσίως τα σφάλματα του καθενός. Δηλαδή, τι σε νοιάζει εσένα αν ο αρχιφρουρός του παλατιού, ο Μποσταντζήμπασης, δωροδοκείται. Το θεωρείς λάθος; Δε το κάνεις! Άσε τους άλλους να κάνουν ό,τι θέλουν. Ούτε και για τις θεολογικές ανησυχίες της παρέας σου σε συμφέρει να κουβεντιάζεις. Άσε τον Αλλάχ να αγαπάει τον Χριστό περισσότερα απ' ότι τον Μωάμεθ, μην ανακατεύεσαι όμως τη δουλειά Του.
Α: Ξέρεις πως δεν αντέχω την αδικία, το ψέμα και ό,τι είναι δήθεν. (Κάνει μια παύση, πάει ως το παράθυρο, κοιτάζει για λίγο έξω και συνεχίζει με ζέση). Δε μου λές; Υπάρχουν ή δεν υπάρχουν ρητές εντολές σε όλα τα ιερά κείμενα; Να μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, και τόσες άλλες. Είναι δυνατόν να τις αγνοούμε, να ανεχόμαστε να συμβαίνουν όλα αυτά γύρω μας και να μη δίνουμε σημασία; Αλλά, ας είναι, έτσι κι αλλιώς στο θέμα αυτό διαφωνούμε εσύ κι εγώ.
(Ύστερα από μικρή παύση) Ως προς την υπηρέτρια τώρα, μπορεί να έχεις δίκιο. Στο ζήτημα αυτό μπορεί να με χτυπήσουν.
Τ: Άντε, μπράβο! Επιτέλους ήρθες στα λόγια μου! Λοιπόν, σήκω να πάμε ως το σκλαβοπάζαρο, να διαλέξουμε καμιά καλή υπηρέτρια πρώτα, να μάθει και το σπίτι τι σημαίνει σκούπα και κατόπιν ψάχνουμε και για την ιδανική γυναίκα που θα ταιριάζει στον κύριό μας. Αν και δε νομίζω πως υπάρχει στον κόσμο άνθρωπος με τη δική σου τρέλα!
Α: Είμαι απόλυτα συμφιλιωμένος με την τρέλα μου αυτή και, ειλικρινά, την προτιμώ από τη σαπίλα τούτης της εξαίσιας πόλης! (Ειρωνικά, δείχνοντας την Πόλη απ' το παράθυρο). Όμως το θέμα της συζύγου, βγάλτο απ' το μυαλό σου. Τ: Γιατί, αγόρι μου; Μήπως φοβάσαι τις γυναίκες; Εκτός κι αν σου αρέσουν τα αγόρια! Και δε γεμίζεις ένα χαρέμι με αγόρια και κορίτσια; Κορίτσια το ένα πιο όμορφο απ' τ 'άλλο! (Με θαυμασμό στη φωνή) Μια Αραπίνα να τρίβεται στα πόδια σου, μια ξανθιά Φράγκισσα να σε ξετρελαίνει με τα ερωτικά της κόλπα, μια Τσερκέζα με μέση δαχτυλίδι να σου χαϊδεύεται πριν και μετά τον έρωτα, μια Ελληνίδα, χάρμα οφθαλμών, με μακριά, μαύρα μαλλιά! Μια…
Α: (Τον διακόπτει απότομα) Αρκετά! Αυτή η λαγνεία και η υπερβολή με ενοχλούν. Όλοι τα θέλετε όλα και πολλά: Φαγητό ως το σκασμό, πολλές γυναίκες, πολλά λεφτά, υπηρέτες, γιουσουφάκια, ρούχα, σπίτια! Μα δεν καταλαβαίνετε επιτέλους τι σημαίνει, «μέτρο», τι σημαίνει «ματαιότητα»;
Τ: Από κατήχηση είμαι χορτασμένος, αδερφέ! Απ' το τζαμί δίπλα στο σπίτι μου ακούω κάθε Παρασκευή το χότζα να λέει τα ίδια πράγματα με σένα. Μόνο που αυτός έχει τέσσερις γυναίκες και δε χορταίνει το μπαξίσι. Δυο βήματα πιο κάτω είναι η εκκλησία. Ο παπάς τα ίδια λέει κάθε Κυριακή, αλλά ζυγίζει εκατό κιλά, έχει αφήσει γιουσουφάκι για γιουσουφάκι στην Πόλη και ρουφάει το αίμα της ενορίας του. Και στη συναγωγή τα ίδια λέει κι ο ραβίνος. Κι αυτός καλό κουμάσι! Κι οι εβραίοι κι οι Χριστιανοί κι εμείς, πασχίζουμε να έχουμε όσο πιο πολλά μπορούμε. (Τον πλησιάζει) Δε μου λες; Έχεις διαβάσει την Παλαιά Διαθήκη φυσικά. Για θυμήσου πόσες γυναίκες είχε ο μεγάλος προφήτης Σολομών; Χίλιες! Μάλιστα, χίλιες! Εβραίες κι Αραπίνες. Το ιερό βιβλίο διευκρινίζει και την αναλογία: 300 προς 700. Δηλαδή, μια ζωή χαρισάμενη με γυναίκες και χρυσάφι κι όταν γέρασε ο ευλογημένος είπε το περίφημο, (ειρωνικά) «ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης!» Λοιπόν, σου υπόσχομαι πως κι εγώ όταν γεράσω και το μαραφέτι θα χρησιμοποιώ μόνο στο ουρητήριο -κι αυτό με το ζόρι!- τότε θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί του. Μέχρι τότε μια αμαρτία, ένα ήμαρτον! Ο Θεός είναι Μεγάλος, αδερφέ μου, συγχωρεί τα πάντα.
Α: (Αηδιασμένος) Καλά εσείς ξεφτιλίσατε και την αμαρτία και το ήμαρτον και την Αγία Γραφή και το Κοράνι!
Τ: Που το βρίσκεις το κακό, δηλαδή; Αχμέτ, ξέρεις τι λειψανδρία μαστίζει τον κόσμο; Κάτσε κι υπολόγισε: Οι άντρες, πάνε στον πόλεμο σκοτώνονται, ξενητεύονται για να δουλέψουν και μένουν σε μέρη μακρινά για χρόνια, μπαρκάρουν στα καράβια και δε γυρίζουνε ποτέ. Βάλε κι ένα μερίδιο που θέλει μόνο αγόρια κι ένα άλλο που πάει και κλείνεται σε μοναστήρια και τεκέδες. Βάλε τέλος και τόσα παιδιά που πιάνουμε αιχμάλωτα και τα ευνουχίζουμε να μας φυλάνε το χαρέμι μήπως και πλησιάσει κανένας αρσενικός! Τι μένει; Μια χούφτα άντρες. Και όλες αυτές οι γυναίκες που περισσεύουν στη κοινωνία και μένουν άγαμες τι θ' απογίνουν; Πόρνες; (Ειρωνικά) Τότε θα φοβόμαστε μη μας χαλάσουν τα χρηστά μας ήθη! Σήμερα αγαπητέ μου, σ' έναν άντρα αναλογούν τουλάχιστον τέσσερις γυναίκες, μην πω και παρά πάνω. Είναι,… πώς να στο πω; Κοινωνική μας υποχρέωση να τις προστατέψουμε!
Α: (Δε φαίνεται να δίνει και πολύ σημασία στα λεγόμενα του φίλου του. Σκεπτικός, μοιάζει να ταξιδεύει μέσα στο χρόνο) … Ξέρεις ο μπαμπάς μου είχε δύο γυναίκες. Τη δεύτερη την πήρε όταν εγώ και η δίδυμη αδερφή μου ήμασταν επτά χρονών. Τη μάνα μου τη θυμάμαι πάντα χαρούμενη ως τη στιγμή που ο μπαμπάς μας ξαναπαντρεύτηκε. Από τότε για τη μάνα μου η μια μέρα ήταν άσπρη και η άλλη μαύρη. Σύμφωνα με τον ιερό νόμο, όπως ξέρεις, κάθε βράδυ πήγαινε κι από μία στο δωμάτιο του πατέρα μας. Όταν είχε η μάνα μου σειρά, όλη μέρα ετοιμαζόταν, τραγουδούσε, ήταν χαρούμενη. Όταν ερχόταν η σειρά της άλλης, η μητέρα μας αγκάλιαζε, μας κοίμιζε – η τουλάχιστον νόμιζε πως μας κοιμίζει- κι ύστερα έκλαιγε ως το πρωί. Έμενα κι εγώ άγρυπνος ακούγοντας τους αναστεναγμούς της όλη νύχτα. Ύστερα από πολλά χρόνια και η αδερφή μου μου είπε πως κι εκείνη ξαγρυπνούσε όπως εγώ.
Τ: Δεν είναι τυχαίο δηλαδή που κι αυτή έμεινε ανύπαντρη ως τα τριανταπέντε της!
Α: Σαφώς γι' αυτό. Πριν δεχτεί να παντρευτεί τον άντρα της του έβαλε έναν όρο: Αν επιχειρήσει να ξαναπαντρευτεί, χωρίζουν αυτομάτως.
Τ: Προχωρημένα πράγματα! Πάντως το δικό μου το χαρέμι μια χαρά λειτουργεί. Ούτε κλάματα, ούτε λυγμοί, ούτε στεναγμοί. Η καθεμιά είναι ευχαριστημένη μ' αυτό που έχει. Α. (Ανυπόμονα, μπουχτισμένος από τα πολλά λόγια του φίλου του) Δε σταματάμε τώρα τις αμπελοφιλοσοφίες να πάμε στο παζάρι μπας και βρούμε καμιά κοπέλα για το σπίτι; Με τη φλυαρία σου κοντεύει να νυχτώσει!
(Βγαίνουν από το δωμάτιο).(Εδώ θα μπορούσε να στηθεί μια σκηνή ολόκληρη με τις γυναίκες του παλατιού και τη σουλτάνα Σεμσέ να μιλάει σε φιλενάδες της για τον έρωτά της για τον Αχμέτ και για την απογοήτευσή της που εκείνος δεν ανταποκρίνεται στον έρωτα αυτό. Αυτές να της δίνουν διάφορες συμβουλές και να φαίνονται ωραία εδώ οι ίντριγκες του παλατιού που, εκτός από πολιτικές, μπορεί να είναι και ερωτικές). Σκλαβοπάζαρο. Γυμνές γυναίκες χορεύουν με φιδίσιες κινήσεις .Ένας τυφλός ζητιάνος παίζει νέι. Η μουσική απαλή, μελαγχολική. Τα κορίτσια φωνάζουν σε κάθε πελάτη που περνάει να τις προτιμήσει. Προσπαθούν να δείξουν την ομορφιά τους και κάνουν λόγο για τις αρετές τους. Σε μια γωνία, τυλιγμένη σ' ένα σεντόνι, η Ελένη. Τρέμει και προσπαθεί να μείνει απαρατήρητη από τους περαστικούς. Πρώτη σκλάβα: Έλα, αφέντη μου, πάρε με να με χαρείς.
Δεύτερη σκλάβα: ( Ημίγυμνη και άνετη απέναντι στους άντρες) Έλα, πασά μου, να σου δείξω τις κρυφές μου αρετές.
Δουλέμπορος: Έλα, μπέη μου, έλα, αφέντη μου, εδώ τα καλύτερα κομμάτια. Παρθένες εκπαιδευμένες από τις οδαλίσκες της αυλής. Απόλαυση, εξυπηρέτηση, καλός χαρακτήρας, ομορφιά! Εβραίες, μουσουλμάνες, χριστιανές, μελαχρινές, ξανθιές, κοκκινομάλες, ό,τι ζητήσει η ψυχή σου!(Οι δυο φίλοι σταματούν μπροστά στον δουλέμπορο) Αχμέτ: Πουλάς και μουσουλμάνες, βρε αθεόφοβε; Δεν ξέρεις πως απαγορεύεται;
Δουλέμπορος: (Με δουλοπρέπεια) Αχ, αφέντη μου! Αυτές είναι νεοφώτιστες. Δεν είναι αναντάν μπαμπαντάν μουσουλμάνες. Κόρες αλλόθρησκων είναι, μα πολλοί πελάτες δε βάζουν γκιαούρισες στα σπίτια τους. Γι' αυτό κι εμείς τις εξισλαμίζουμε. Είναι κι ο φόρος λιγότερος…
Α: Αυτό δεν αλλάζει την πράξη σου. Εσύ, ένας μουσουλμάνος, να πουλάς γυναίκες μουσουλμάνες! Πώς σε λένε;
Δ: Μιχάλη, αφέντη μου!
Α: Τι! Χριστιανός είσαι;
Δ: Όταν με πούλησαν εδώ, αλλαξοπίστησα κι εγώ. Μετά ο Θεός με βοήθησε, δούλεψα σκληρά, κέρδισα αρκετά και τώρα έγινα έμπορος. Και ξέρετε... πλήρωσα κι έγινα ξανά Μιχάλης.
Α: Καλά, αυτό το κράτος βαράει διάλυση. Μέσα στην καρδιά της Κωνσταντινούπολης, κάτω από τη μύτη του σουλτάνου γίνονται τέρατα κι ακούς μετά πως ο διοικητής της Ρούμελης, ο καζασκέρης, λιθοβολεί κακόμοιρες ερωτευμένες για μοιχεία.
Τσελεμπή: Ναι! Νομίζεις πως ο Σουλτάνος δεν τα ξέρει όλα αυτά; Έχεις ακούσει τη παροιμία που λέει «απ' το κεφάλι βρωμάει το ψάρι»;
Α: Δεν έχεις κι άδικο. Μήπως δεν βλέπουμε τι γίνεται γύρω μας; Όποιος πληρώσει γίνεται Πατριάρχης. Οπότε γιατί κι ο Μεμέτης να μην ξαναγίνει Μιχάλης; Τέλος πάντων! (Απευθύνεται στον δουλέμπορο, ενώ το μάτι του παίρνει την Ελένη, ανάμεσα στις ημίγυμνες γυναίκες, τυλιγμένη σ' ένα παλιό σεντόνι) Μιχάλη τσορμπατζή, αυτή η κοπέλα γιατί είναι τυλιγμένη έτσι;
Δ: (Κουνάει το κεφάλι με απαξίωση) Το χειρότερό μου κομμάτι αφέντη μο! Εδώ και τρεις μήνες την ταΐζω, την ποτίζω και να την πουλήσω δεν κατάφερα ακόμα. Ούτε δείχνει λίγο σάρκα, ούτε χορεύει, ούτε δέχεται να μάθει κόλπα ερωτικά. Ζημιά, μεγάλη ζημιά!
Α: Από πού την πήρες;
Δ: Από κάποιο νησί την έφεραν. Οι νησιώτες ξεσηκώθηκαν ενάντια στο δοβλέτι, μα πήγαν οι γενίτσαροι και οι σιπαΐδες και καθάρισαν όλους τους άντρες. Αυτήν τη βούτηξε ένας γενίτσαρος μέσα από την εκκλησία. Μου είπε πως είναι κόρη παπά. Και τώρα ούτε ν' αλλαξοπιστήσει δέχεται ούτε που θέλει να την αγοράσει κάποιος και να την κάνει κυρά. Μόνο κάθεται σ' εκείνη τη γωνιά και κλαίει. Είπα να την ξεκάνω να μην πληρώνω και την τροφή της, μα λυπάμαι τα άσπρα που πλήρωσα για να την αγοράσω. Είναι κι όμορφη, η άτιμη!
Α: Πόσα θέλεις γι' αυτήν την κοπέλα;
Δ: Αφέντη μου, το σκέφτηκες καλά; Μη με κυνηγήσεις όμως άμα απογοητευτείς. Με την πρώτη ματιά κατάλαβα πως έχεις ένα σπουδαίο αξίωμα. Δεν θέλω μετά να μου πεις πως σου πούλησα άχρηστο πράμα.
Α: (Εκνευρισμένος) Πόσα θες, είπα!
Δ: Τζάμπα, αφέντη μου. Αφού φεύγει από δω μέσα και γλιτώνω και το φαΐ της και την καλή εικόνα του μαγαζιού, που τόσον καιρό μου τη χαλάει, δώσε ό,τι νομίζεις!
Α: (Του βάζει στο χέρι χρήματα) Καλά, πάρε αυτά κι άσε τις πολλές κουβέντες.
Δ: (Μετράει με φανερή ευχαρίστηση τα νομίσματα) Ευχαριστώ αφέντη μου, ευχαριστώ! (Διαρκείς υποκλίσεις)Α: (Στην Ελένη) Θες να έρθεις μαζί μου, τζάνουμ;
Ελένη: Ο Θεός να σας έχει καλά κύριε.
Τσελεμπή: (Έκπληκτος, με χαμηλή φωνή) Καλά, εσύ ούτε που την είδες!
Α: (Ρίχνει επάνω στην Ελένη το μακρύ του πανωφόρι) Ξέρεις, αυτά τα βιβλία που σου αρέσει να κοροϊδεύεις, μου έμαθαν να μη βλέπω μόνο με τα μάτια.
(Ο Τσελεμπή περιεργάζεται την Ελένη)(Αποχωρούν από το σκλαβοπάζαρο και κατευθύνονται προς το σπίτι του Αχμέτ) Κήπος σπιτιού Αχμέτ. Φτάνουν οι τρεις τους,( Α. Τ..Ε.) και περνούν μέσα. Ο Τσελεμπή παίρνει τον Αχμέτ παράμερα.Αχμέτ: (Ανυπόμονα) Μη με καθυστερείς, πρέπει να φροντίσω το κορίτσι.Τσελεμπή: (Κάνει πως δεν ακούει και του λέει χαμηλόφωνα) Πάντως, αν το τρίτο και το τέταρτό σου μάτι βλέπουν καλά, χαλάλι σου! Με μερικά άσπρα αποκτάς μια καλή οδαλίσκη. Αν όχι, δε χάνεις και τίποτα!
Α: Λυπάμαι που όλοι εσείς δεν μπορείτε να καταλάβετε τι σημαίνει «χάνω» και τι «κερδίζω». Από τη μια πλευρά νομίζετε ότι κερδίζετε πολλά, αλλά από την άλλη χάνετε ό,τι πολύτιμο θα μπορούσατε να έχετε.
Τ: Αυτά, αγαπητέ Αχμέτ, ας μένουν μεταξύ μας. Γιατί για μένα, από δω μπαίνουν κι από κει βγαίνουν. Μην τα ξεστομίζεις όμως σε κανέναν άλλο, αν αγαπάς το κεφάλι σου και το θέλεις στη θέση του. Εγώ, σε τούτο τον ντουνιά ζω μόνο για το κέφι μου! Άκουσες το τελευταίο τραγούδι που κυκλοφορεί; «Γελάστε, διασκεδάστε, απολαύστε τον ψεύτικο τον κόσμο
Α: Κι εγώ για το κέφι μου ζω. Μόνο που ο καθένας μας προσδιορίζει με διαφορετικό τρόπο το κέφι. (Τον χτυπάει φιλικά στον ώμο). Τώρα όμως, επιτέλους, άσε με να φροντίσω αυτή την ταλαίπωρη κοπέλα.
Τ: Εντάξει, τέρμα οι κεφοφιλοσοφίες. Να πάω κι εγώ σπίτι μου σιγά σιγά. Μου έλειψε το χαρέμι μου. Σήμερα θα έχω στον οντά μου τη μαυρούλα μου από το Σουδάν. (Τεντώνεται ευχαριστημένος και κινάει κατά την πόρτα)… Ωοοοχ, γιαλαντζή ντουνιά! Άντε, με το καλό η καινούργια χανούμισσα!Ο Αχμέτ και η Ελένη σ' ένα δωμάτιο του σπιτιού. Ο Αχμέτ ανοίγει μια ντουλάπα και βγάζει ένα βελούδινο μπορντό φουστάνι.)- Αχμέτ: Λοιπόν, τζάνουμ, μπορείς να πλυθείς εκεί, στη λεκάνη (της δείχνει ένα λαβομάνο). Μετά θα φορέσεις κάτι πιο λογικό από ένα σεντόνι (της χαμογελάει με καλοσύνη και συστολή και της προτείνει το φόρεμα). Αυτό το είχε ράψει πριν από εκατό χρόνια η μεγάλη ράφτρα του παλατιού για την προγιαγιά μου. Θυμάμαι και τη γιαγιά μου και τη μάνα μου να φορούν καμιά φορά αυτό το φουστάνι. Τώρα πια που εσύ είσαι η μοναδική γυναίκα στο σπίτι, αν σου αρέσει, μπορείς να το φοράς κι εσύ. Βέβαια αν σου αρέσει κάτι άλλο, φόρεσέ το δίχως να με ρωτήσεις.(Η Ελένη διστάζει. Τυλίγεται πιο σφιχτά στο σεντόνι της. Ο Αχμέτ βλέποντας το δισταγμό της βγάζει και άλλα ρούχα απ' την ντουλάπακαι τα απλώνει μπροστά της. Η Ελένη φαίνεται κουμπωμένη. Ο Αχμέτ αφήνει τα ρούχα και την κοιτάζει σα να θέλει να μπει στο μυαλό της και να διαβάσει τι σκέφτεται.)
Α: Ω! Τι ανόητος που είμαι! Εσύ πενθείς τον πατέρα σου κι εγώ σου προσφέρω κόκκινα φουστάνια. Δυστυχώς, τζάνουμ, σ' αυτό το μεγάλο καθρέφτη που λέγεται κοινωνία, ο άνθρωπος μαθαίνει να βλέπει μόνο τον εαυτό του, κι εγώ φαίνεται πως δεν είμαι η εξαίρεση. Τα μαύρα ρούχα είναι εδώ (της δείχνει μια γωνιά της ντουλάπας). Φόρεσε όποιο θες και κατέβα μετά να σου δείξω το σπίτι.Σπίτι Αχμέτ, βράδυ. Ο Αχμέτ ετοιμάζεται για τη τελευταία προσευχή της ημέρας. Χτυπάει τα χέρια και εμφανίζεται η Ελένη. Μαυροντυμένη και μ' έναν εμφανή σταυρό στο λαιμό) Ελένη: Να σας φέρω τη λεκάνη με το νερό, κύριε! - Αχμέτ: Ναι, τζάνουμ. Ήρθε η ώρα για το βραδινό ναμάζι.(Φέρνει τη λεκάνη και αρχίζει να ρίχνει νερό για να πλυθεί ο Αχμέτ. Ο Αχμέτ σύμφωνα με το δόγμα πλένει πρώτα τα χέρια του, μετά το πρόσωπο και τα πόδια του. Όλη αυτή την ώρα κρέμεται ο σταυρός από το λαιμό της Ελένης.) Α: Εσείς οι Χριστιανοί πριν από την προσευχή δεν πλένεστε, έτσι δεν είναι;
Ε: Όχι, κύριε. Όταν ο ... (ο λόγος της μένει μετέωρος)
Α: Πες αυτό που πήγες να πεις, γιατί σταμάτησες
Ε: …(Αμήχανη σιωπή)
Α: Θέλεις να σου το πω εγώ, τότε; Μήπως θα έλεγες, «όταν ο άνθρωπος λερώνεται όσο και να πλύνει τα χέρια του δεν καθαρίζει».Έ; Σωστά το κατάλαβα;
Ε: …(Ξανά αμήχανη σιωπή)
Α: Αυτό το έλεγε ο πατέρας σου, ο παπάς;
Ε: (Όταν ακούει για τον πατέρα της συγκινείται και μιλάει)
Ναι, κύριε, το έλεγε ο μπαμπάς μου.
Α: Ξέρεις, έχω μελετήσει και την δική σας Αγία Γραφή. Τι δική σας, εξάλλου, και τι δική μας! Όλες οι γραφές για την καθαρότητα του πνεύματος μιλούν, έτσι και αλλιώς. Αν και δεν κατάφεραν να εξαφανίσουν τη βρωμιά που σκεπάζει τον κόσμο.
Ε: (Σιωπή)
Α: (Σκουπίζεται στην πετσέτα που του δίνει η Ελένη και συνεχίζει)
Αν και μελέτησα πολύ τα ιερά βιβλία όλων των θρησκειών, ούτε μια φορά δεν αξιώθηκα να μπω σε εκκλησία. Ούτε σε συναγωγή. Τώρα πια μάλιστα ούτε στο τζαμί πηγαίνω. Προσεύχομαι στο σπίτι μου. Εσείς βέβαια αναγκαστικά πηγαίνετε στην εκκλησία για να παρακολουθήσετε τη Θεία λειτουργία, έτσι δεν είναι; (Απλώνει το χαλάκι της προσευχής και στέκεται όρθιος πάνω του γυρισμένος προς το Νότο. Ετοιμάζεται για το ναμάζι) Αύριο είναι Κυριακή. Πήγαινε το πρωί να συναντήσεις τους ομόθρησκούς σου. Εγώ όταν ξυπνήσω, θα τα φροντίσω όλα μόνος μου. Όταν επιστρέψεις θα έχω φύγει για τη δουλειά μου. Θα σε δω το μεσημέρι που θα γυρίσω. Να φτιάξεις ένα κυριακάτικο φαγητό από τον τόπο σου, να φάμε μαζί.
Ε: Μάλιστα, αφέντη μου.(Παίρνει τη λεκάνη και βγαίνει από δωμάτιο)Α: (Κάνει το ναμάζι. Να λέγεται στα ελληνικά, για να δουν οι θεατές τη μουσουλμανική προσευχή.) «Θεέ μου, προσδοκώ να εκτελέσω την βραδινή μου προσευχή για να σε ευλογήσω. Ο Θεός είναι μέγιστος, Αλλάχου Εκμπέρ (τρεις φορές). Κλπ.(Και όταν στην χαμηλά φωτισμένη αριστερή γωνία της σκηνής κάνει το ναμάζι ο Αχμέτ, η άλλη γωνία της σκηνής φωτίζεται και φαίνεται η Ελένη γονατιστή στην εκκλησία, μπροστά στον παπά να εξομολογείται.) Ε: Δόξα τω Θεώ, πάτερ. Να ξέρατε πόσο χαίρομαι που ξαναμπήκα σε εκκλησία. Όταν σκότωσαν τον πατέρα μου, με πήραν οι γενίτσαροι από το νησί και με πούλησαν νόμιζα πως όλα έχουν πια τελειώσει, πως δεν θα ξανάβλεπα σταυρό μπροστά μου, δεν θα ξανάμπαινα ποτέ σε εκκλησία.
Παπάς: Οι νύχτες ποτέ δεν είναι απόλυτα σκοτεινές, παιδί μου. Ο Θεός πάντα μας βοηθάει στις δύσκολες στιγμές μας. (Την πλησιάζει λίγο περισσότερο για να παρατηρήσει κάτι). Βλέπω όμως πως φοράς σταυρό στο λαιμό σου. Ελένη: Ναι, παπά μου. Μου τον χάρισε ο αφέντης μου. Μουσουλμάνος είναι, αλλά καλός άνθρωπος και πολύ ευγενικός. Όλο «τζάνουμ- τζάνουμ» με λέει. Ψυχή μου δηλαδή. Και μου επιτρέπει να έρχομαι στην εκκλησία, όποτε θέλω. Ήρθα σήμερα πρώτη φορά κι έκλαψα ώρα πολλή μπροστά στην Παναγία. Θέλω να εξομολογηθώ, θέλω και να κοινωνήσω. Εδώ και μήνες βρίσκομαι μακριά από τον Κύριό μας. Εγώ, έτσι ζούσα στο νησί μας, πάτερ, δεν ξέρω να ζω αλλιώς. Ο πατέρας μου ήταν παπάς του χωριού. Δεν είχα κανέναν άλλον. Οι δυο μας ήμασταν ...(κι η Ελένη συνεχίζει να μιλάει μα δεν ακούγεται πια ενώ σιγά σιγά χαμηλώνει το φως που φωτίζει τη γωνία της εκκλησίας). (Όσο σκοτεινιάζει η γωνία αυτή, φωτίζεται σιγά σιγά η άλλη πλευρά όπου βρίσκεται ο Αχμέτ. Κάθεται και διαβάζει ένα βιβλίο όταν μπαίνει ο Τσελεμπή. Στη διάρκεια της συνομιλίας τους διακρίνεται η Ελένη πίσω από την κουρτίνα.) Τ: Λοιπόν, φίλε μου αγαπητέ, όπως πάντα κι αυτή τη φορά έρχομαι με χαΐρι.
Α: Χαΐρι ερήμην μου, δε θέλω. Σου το είπα ήδη!
Τ: Και για τη σκλάβα είχες ενστάσεις. Βλέπεις όμως που σου βγήκε σε καλό.
Α: Μην τη λες σκλάβα. Ελένη τη λένε. Και πρέπει να ξέρεις πως οι αγνοί άνθρωποι ανταποκρίνονται θετικά όταν τους αγαπάς.
Τ: Καλά, εσύ πάντα έχεις την απάντηση που σε βολεύει. Δεν επιμένω. Τώρα όμως ήρθε η ώρα να σου αναγγείλω το δεύτερο σκέλος του σχεδίου αποκατάστασης του αγαπημένου μου Αχμέτ Κάλφα.
Α: Πόσες φορές θα σου πω ότι δεν θέλω αποκατάσταση χωρίς την έγκρισή μου;
Τ: Ααα!, Μην ανησυχείς. Η έγκριση θα έρθει μετά, να είσαι σίγουρος.
Α: Δεν πιστεύω να με μπλέξεις με καμιά γυναίκα απ' το παλάτι.
Τ: Όχι, αγαπητέ, δεν σε μπλέκω εγώ. Είσαι μπλεγμένος από μόνος σου. Σου ορκίζομαι πως δεν κούνησα ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι. Η παράκληση ή αν θέλεις η παραγγελία, ήρθε μόνη της.
Α: Κακώς!
Τ: Να όμως που έγινε! Και γι'αυτό φταίει μόνο η λεπτότητα η καλοσύνη και η ομορφιά σου.
Αχμέτ: ( Δεν μπορεί να συγκρατήσει ένα ειρωνικό χαμόγελο) Σώπα!
Τ: Σώπα, μόπα, έτσι είναι. Θέλεις δε θες η τύχη σε κυνηγάει. Δεν αναρωτιέσαι ποια είναι αυτή η τύχη;
Α: Δεν είμαι περίεργος!
Τ: Κι όμως πρέπει να το μάθεις. Βλέπεις, δεν παίζουνε μ' αυτά πράγματα! Η Σουλτάνα Σεμσέ, η ξαδέρφη του αφέντη μας, θέλει να σε συναντήσει.
Α: Αυτό ξέρεις τι σημαίνει;
Τ: Εσύ πρέπει να ξέρεις. Μεγάλο ρίσκο αναλαμβάνει η αδυναμία του αφέντη μας; Πρέπει λοιπόν να έχεις προετοιμάσει τις κινήσεις σου.
Α: (Τον κοιτάζει καχύποπτα)
Τ: Λοιπόν άκου. Όλες οι γυναίκες του παλατιού έχουν ακούσει για σένα.. Δεν μπορώ να καταλάβω κλεισμένες στο χαρέμι, και μόνο μια φορά την εβδομάδα να βγαίνουν έξω και μάλιστα κάτω απ' το άγρυπνο βλέμμα του ευνούχου, πως μαθαίνουν τα πάντα. Πάντως είσαι πολύ δημοφιλής. Όλες οι γριές, οι εμπόρισες, οι φαρμακοτρίφτρες, οι καφετζούδες, κι όσες μπαινοβγαίνουν στο χαρέμι, λένε ιστορίες για σένα στις σουλτάνες. Έτσι έφτασε η φήμη σου και στη σουλτάνα Σεμσέ. Εκείνη έπιασε την αδερφή της, τη μικρή μου γυναίκα, και της εκμυστηρεύτηκε πως θέλει να σε συναντήσει. Πρέπει δε να σου πω, πως η Σεμσέ δεν είναι να βάλει κάτι στο μυαλό της. Ο κόσμος να χαλάσει θα το καταφέρει. Έφτασε, λοιπόν, η ώρα να σου εξομολογηθώ κάτι, καλέ μου Αχμέτ. Εδώ κι ένα μήνα, που κάθε Τρίτη σε τραβάω σπίτι μου με το ζόρι, πότε να σου δείξω ένα σπάνιο χειρόγραφο, πότε ένα εξαίρετο ούτι που μόλις αγόρασα κι ένα σωρό άλλες προφάσεις, ήταν για να σε παρατηρεί κρυφά η αδερφή της γυναίκας μου, που κάθε Τρίτη, συμ πτω μα τι κά (τονίζει τις συλλαβές μία μία με σκωπτικό τόνο), είναι η μέρα που μας επισκέπτεται.
Α: Θέλεις, δηλαδή, να μου πεις πως όσες ώρες συζητούσαμε για φιλοσοφία, μουσική ή λογοτεχνία, μας παρακολουθούσε η σουλτάνα Σεμσέ πίσω από τη κουρτίνα που χωρίζει το σαλόνι σου απ' το διάδρομο του χαρεμιού;
Τ: Πώς να το κάνουμε; Μια σουλτάνα όταν θέλει να διαλέξει άντρα δεν αρκείται μόνο στους επαίνους των γριών που της πουλάνε μπιχλιμπίδια.
Α: (Θυμωμένος) Καταλαβαίνεις τι παιχνίδι μου έπαιξες;
Τ: Ναι, ένα παιχνίδι που, από γραφιά του παλατιού, θα σε κάνει μέλος της βασιλικής οικογένειας. Το βρίσκεις κακό; Επιπλέον δε θα είσαι πια μονάχα φίλος μου, θα γίνεις και συγγενής μου, αφού θα είσαι μπατζανάκης μου. Λοιπόν, για να μην πολυλογούμε. Η σουλτάνα θέλει να σε δει και μάλιστα στο σπίτι σου. Αύριο το απόγευμα. Θα έρθει να επισκεφτεί την αδερφή της. Ο αράπης δεν επιτρέπεται να μπει στο χαρέμι μου, εννοείται. Θα κάτσει με τους υπηρέτες μου στην είσοδο του σπιτιού. Ο αμαξάς μου, θα βγάλει τη σουλτάνα από την πίσω πόρτα του σπιτιού και θα τη φέρει εδώ, σ' εσένα!
Α: (Έξαλλος σχεδόν βηματίζει νευρικά στο δωμάτιο) Είστε όλοι απαράδεκτοι και πιο πολύ εσύ που είσαι φίλος μου. Τι τρέλες είναι αυτές που κάνεις;
Τ: Μήπως νομίζεις πως η τρέλα είναι αποκλειστικό σου δικαίωμα; Κατά τη γνώμη σου οι άλλοι δεν μπορούν να τρελαθούν; Πάρτο απόφαση, αγόρι μου, ο μισός γυναικείος πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης είναι τρελός για σένα!
Α: Δε θέλω να κουβαλάω το βάρος καμιάς τέτοιας τρέλας!
Τ: Λοιπόν, τέρμα οι κουβέντες. Αύριο το απόγευμα να είσαι έτοιμος να υποδεχτείς τη μέλλουσα σύζυγό σου.
Α: Πώς να σου δώσω να καταλάβεις πως δεν ψάχνω για σύζυγο; Άσε που, αν μαθευτεί κάτι τέτοιο, ο σουλτάνος θα μου πάρει το κεφάλι! Μα τι κάθομαι τώρα και σου λέω; Ας δούμε καλύτερα πως θα σβήσουμε τη φωτιά που μου άναψες.
Τ: Έτσι σε θέλω. Ήρεμο και λογικό. Τώρα φεύγω, γιατί αν αργήσω λίγο ακόμα, η αδερφή της … αρραβωνιαστικιάς σου θα με κατασπαράξει. Σήμερα είναι η σειρά της. Να σου πω κι ένα μυστικό; Αυτές οι αδερφές είναι πολύ καλή ράτσα. Καμιάς άλλης το κορμί δεν έχει την ερωτική ευοσμία της γυναίκας μου. Εκτός από άλλες αρετές της βέβαια. (Παίρνοντας ύφος ονειροπόλο) Να φανταστείς, καλέ μου Αχμέτ, πως όταν τη χαϊδεύω, της λέω γλυκόλογα, της ρίχνω μικρές δαγκωματιές πίσω από το αυτί, όταν περνώ τη γλώσσα μου πάνω στο βελουδένιο δέρμα της και με τα γένια μου ξυπνώ την επιθυμία σ' ολόκληρο το σώμα της, βγαίνει μια ευοσμία από το στόμα με την αναπνοή της ηδονής που δεν έχω συνατήσει σε άλλη γυναίκα.
Α: Βρε, φοβερέ εραστή, δεν ξέρεις πως κάθε γυναίκα έχει τη δική της μυρωδιά; Και είναι ο έρωτας που γεννάει αυτή την ευοσμία στο γυναικείο σώμα, όχι τα επιτηδευμένα χάδια και τα ψευτόλογα. Οι γυναίκες οι δικές σου που κατεβάζουν μισό κιλό καπνό και εκατό γραμμάρια χασίσι την ημέρα, μονάχα τη μπόχα του πολυκαπνισμένου τσιμπουκιού, μπορεί να βγάζουν, ευοσμία όμως όχι.
Τ: (Αρχίζει να γελάει) Τελικά είσαι γραφικός. Και ευτυχώς που σε αγαπώ και διασκεδάζω με όσα λες, αλλιώς θα είχα προσβληθεί.
( Σηκώνεται) Άντε γεια! ( Και βγαίνοντας μονολογεί) Άκου, πολυκαπνισμένο τσιμπούκι! Καλό, πολύ καλό!
Α: (Μόνος του πια στο σαλόνι του σπιτιού του, πηγαινοέρχεται νευρικά και χτυπά τη γροθιά του στην παλάμη) Τώρα τη πάτησες φίλε μου Αχμέτ. Πάει και η ησυχία και η ηρεμία σου και τα βιβλία και τα όργανα και η μουσικ, και η φιλοσοφία και η σκέψη και η ελευθερία! Ο φίλος σου πάει να σε κάνει καραγκιόζη του παλατιού. Αλλά, όχι δε θα γίνεις. Μα πάλι με ποιο τρόπο θα το αποφύγεις; (Την ώρα μιλάει μόνος του και χτυπάει τα χέρια του το ένα με τ' άλλο, παρότι αυτό δεν είναι το χαρακτηριστικό χτύπημα του καλέσματος, εμφανίζεται η Ελένη.)
Ε: Ορίστε αφέντη μου. Να φέρω τη λεκάνη με νερό;
Α: Τι; Ααα, εσύ είσαι! Τρέχει τίποτα;
Ε: Όχι αφέντη μου. Χτυπήσατε τα χέρια σας και νόμισα πως με καλέσατε για το βραδινό σας… νερό…(Τη κοιτάζει στα μάτια σιωπηλά και καταλαβαίνει πως το κορίτσι έχει ακούσει τη συνομιλία του με τον Τσελεμπ. Την πλησιάζει, της χαμογελάει και της χαϊδεύει το κεφάλι )Α: Κι εσένα σε ανησύχησαν όλα αυτά, έτσι δεν είναι;
Ε: Όχι αφέντη μου και συγγνώμη που έκανα λάθος και σας ενόχλησα (Πανικόβλητη, προσπαθεί να βγει από το δωμάτιο. Ο Αχμέτ την πιάνει απ' τον καρπό).
Α: Έλα, τζάνουμ, φέρε μου το νεράκι να πλυθώ και να παρακαλέσω τον Ύψιστο να με βοηθήσει. Αν και δε νομίζω πως ο Θεός ότι ασχολείται με τις ανοησίες μας.
Ε: Αμέσως αφέντη μου! (Σπίτι Αχμέτ. Σε μια γωνιά προσεύχεται ο Αχμέτ. Στην άλλη γωνία ανάβει ένα άλλο φως. Η Ελένη γονατιστή μπροστά στην εικόνα της Παναγίας). Ελ: Δεν κρατήθηκα, Παναγιά μου. Μπήκα μέσα για να τον βοηθήσω, να τον σώσω, όπως με έσωσε κάποτε κι εκείνος. Αλλά τι είμαι εγώ για να μπορέσω να κάνω κάτι τέτοιο; Ένα τίποτα. Κατάλαβα το λάθος μου, φοβάμαι πως κατάλαβε κι εκείνος ότι… Τι πρέπει να κάνω δεν ξέρω. Θέλουν να φέρουν μια άλλη γυναίκα στο σπίτι, μα δεν τη θέλει ούτε ο ίδιος ο αφέντης μου. Θέλουν να τον παντρέψουν με το ζόρι. Στενοχωριέται εκείνος, στενοχωριέμαι κι εγώ για αυτόν. Επειδή είναι καλός, ναι, επειδή είναι καλός. Μακάρι ν' αγαπούσε μια γυναίκα, τότε...(σαν να διστάζει να ξεστομίσει αυτό που σκέφτεται)… τι λέω Παναγιά μου, βοήθησε με, ήμαρτον Κύριε, ήμαρτον!
(Βράδυ στο σπίτι του Αχμέτ. Η Ελένη τακτοποιεί το σαλόνι. Μπαίνει ο Αχμέτ Κάλφας.)Α: Καλησπέρα, κιζίμ.
Ε: Καλώς ήρθες, αφέντη μου.
Α: Τι ωραία μυρίζει το σπίτι!
Ελένη: (Ρίχνει νερό να πλυθεί ο Αχμέτ) Λιβάνι, αφέντη μου. Εμείς στο χωριό μου έτσι κάναμε στα σπίτια μας. Χαίρομαι που σας αρέσει. Αν μάλιστα σας ευχαριστεί και κάτι άλλο, πάνω στο νοικοκυριό του σπιτιού, μπορώ να το μάθω.
Α: Όχι, τζάνουμ, κάνε αυτά που ξέρεις. Ωραία είναι. Η μάνα μας φύλαγε ξερά τριαντάφυλλα και πασχαλιές που τα έβαζε στο σεντούκι της για να μυρίζουν όμορφα τα ρούχα. Και μύριζε το σπίτι μας ανθόνερο. Ευοσμία της νοικοκυροσύνης.
Ε: Θέλετε ανθόνερο, δηλαδή;
Α: Όχι, όχι. Εγώ θέλω τη δική σου τη μυρωδιά. Ξέρεις, κάθε γυναίκα έχει τη δική της. Στο σπίτι, στη κουζίνα, στο σώμα. Πάντως αυτό που μυρίζει από τη κουζίνα δεν πρέπει να είναι λιβάνι... κάτι άλλο είναι. Τί μας μαγείρεψες, κιζίμ; ( Ο Αχμέτ κάθεται στο χαμηλό τραπέζι –το σοφρά - και περιμένει το φαί)
Ε: Μάζεψα χόρτα κι έφτιαξα χορτόπιτα κύριε.
Α: Α, ώστε δε μαγείρεψες το κρέας που έφερα χτες.
Ε: (Σιωπή).
Α: Τι έπαθες, σου το άρπαξε καμιά γάτα;
Ε: Όχι, αφέντη μου. Στην κουζίνα είναι. Το καθάρισα, το καβούρδισα και το κράτησα για αύριο.
Α: Γιατί έκανες, τζάνουμ τόσο κόπο; Πήγες στο βουνό και μάζεψες χόρτα, ζύμωσες, άναψες το φούρνο, κι ετοίμασες και πίτα!; Είχαμε έτοιμο το κρέας! Μην κουράζεσαι τόσο. Είσαι ακόμα πολύ αδύνατη. ΚΙ αφού έφτιαξες καβουρμά, φάε λίγο να δυναμώσεις. Εγώ δεν θέλω κρέας, μόνο χορτόπιτα θα φάω.
Α: Δε θέλω, κύριε, ευχαριστώ.
Α: Αν δε θέλεις επειδή δε θα φάω εγώ, τότε θα τσιμπήσω κι εγώ λιγάκι.
Ε: Να σας το φέρω, αφέντη μου, αλλά εγώ δεν μπορώ.
Α: Αρρώστησες, έχεις πρόβλημα με το στομάχι σου;
Ε: Όχι αφέντη μου είμαι καλά. Δεν θέλω κρέας γιατί σήμερα ...
Α: Τι έγινε σήμερα;
Ελένη: Είναι Τετάρτη.
- Α: Ααα...τώρα κατάλαβα! Τί απερίσκεπτος που είμαι. Σήμερα είναι Τετάρτη, νηστεύουμε. Φέρε τότε να φαμε την ίδια χορτόπιτα και να δοξάσει ο καθένας τον Θεό με το τρόπο που του έχουν μάθει. (Η Ελένη φέρνει την πίττα κάθονται αντικριστά και προσεύχοντα.. Το φώς πέφτει πάνω στον Αχμέτ που τρώει το φαΐ του. Εκείνη τη στιγμή χαμηλώνει το φως του Αχμέτ και φωτίζεται η γωνία της Ελένης). (Η Ελένη στη φωτισμένη γωνία)- Ε: Έτσι είπε, Παναγιά μου. Είπε ότι νηστεύουμε. Εγώ δεν το έκανα επίτηδες. Έκανα όπως στο χωριό μας, όπως στο σπίτι μου. Έτσι μου λέει κι ο αφέντης μου. Να κάνω όπως ξέρω και όπως θέλω. Δεν θέλω να είμαι αχάριστη, Παναγία μου. Εσύ με βοήθησες. Όταν όμως μου είπε για τις ευοσμίες ντράπηκα λιγάκι. Τον είχα ακούσει να μιλάει με τον φίλο του, έλεγαν πως... κάθε γυναίκα έχει μια δικιά της ε... ευοσμία. Σ' εμένα όμως μίλησε μόνο για την ευοσμία της νοικοκυροσύνης και της κουζίνας, ευτυχώς! Παναγιά μου, βοήθα με, μη μου μιλήσει για καμιά άλλη ευοσμία. (Επόμενη μέρα.Ο Αχμέτ περιμένει επίσκεψη της Σεμσέ. Σαλόνι του σπιτιού. Αχμέτ και Ελένη) Α: Ελένη, τζάνουμ, έχουμε μουσαφίρη σήμερα, όπως ξέρεις. Παρακαλώ, να τη φροντίσεις, είναι σουλτάνα και επίσης είναι μια … ερωτευμένη γυναίκα, (συνομωτικά και χαριτωμένα.) Δεν πρέπει να στενοχωρηθεί.
Ε: Όπως επιθυμείτε αφέντη μου, θα βάλω όλα μου τα δυνατά.
Α: Πρώτα απ' όλα, και αν δε σε πειράζει, τουλάχιστον για μία μέρα θέλω να βγάλεις τα μαύρα και να φορέσεις ένα άλλο χρώμα. Εκτός από πράσινο. Το μαύρο θα της φανεί προσβλητικό και πράσινο φοράνε μόνο οι μουσουλμάνες στο ντοβλέτι μας. Τώρα αν θα με ρωτήσεις γιατί όλοι αυτοί οι κανονισμοί για το μαύρο, κόκκινο, πράσινο και μπλέ, αφού όλοι είμαστε παιδιά του ίδιου Θεού… Ας το καλύτερα… Κι αν δεν μπορέσεις να βγάλεις τα μαύρα, φρόντισε μόνο να μην εμφανίζεσαι στην κυρία.
Ε: Θα τα βγάλω αφέντη μου, αμέσως. Και αν δε θέλετε, δε θα τα ξαναβάλω.
Α: (Χαμογελάει) Σ' αυτόν τον κόσμο είσαι το μοναδικό πλάσμα που φέρνει το χαμόγελο στα χείλη μου και τη χαρά κάνει την καρδιά μου να γεμίζει με χαρά. Αυτό σημαίνει ότι ... (σταματά, σκέπτεται τα κατάλληλα λόγια, την κοιτά και αλλάζει κουβέντα) και τα μαύρα εσύ τα φόρεσες, εσύ θα τα βγάλεις, τζάνουμ. Για μένα όλα αυτά είναι χρώματα και τίποτ' άλλο. Λοιπόν τώρα άλλαξε το φουστάνι σου, κατέβα κάτω και όταν έρθει η κυρία φέρ' την εδώ.
- Ελένη: Μάλιστα, αφέντη μου. (Ο Αχμέτ κάθεται στην δεξιά γωνία και παίζει κάποιο όργανο. Φωτισμένος κυκλικά. Το κέντρο της σκηνής είναι σκοτεινό και στην άλλη άκρη της σκηνής η Ελένη μπροστά στη ντουλάπα βγάζει τα ρούχα, ένα ένα τα πασπατεύει, τα δοκιμάζει, παίρνει και ένα πράσινο και κοιτιέται στον καθρέφτη, κάνει στροφές, φιγούρες, μετά από μερικές αλλαγές επιλέγει το φουστάνι που της προσέφερε ο Αχμέτ, όταν την έφερε για πρώτη φορά στο σπίτι. Βγαίνει από την αριστερή πόρτα και μετά από λίγο φέρνει μέσα τη Σεμσέ., Όλη η σκηνή φωτίζεται.
Μπαίνει η Σεμσέ, μεγαλόπρεπη αλλά χωρίς την φυσική της αλαζονεία)
Σ: Σας ευχαριστώ που δεχτήκατε αυτή η δούλη σας να ταπεινωθεί μπροστά σας, Αχμέτ Κάλφα μπέη.
Α: Αλίμονο, Σεμσέ σουλτάνα, τι λόγια είναι αυτά. Ποιος είμαι εγώ για να μου λέτε εσείς αυτά τα λόγια;
Σ: Μα είστε ο αφέντης μου, Αχμέτ Κάλφα. Κι εγώ ήρθα σήμερα εδώ για να σκουπίσω τη γη που πατάτε με τα μαλλιά μου, να την ποτίσω με τα δάκρυά μου.
Α: Με κολακεύετε, σουλτάνα μου, αλλά δεν είμαι άξιος τέτοιας τιμής. Μπορώ να πω πως δεν μου επιτρέπεται κάν να σκέπτομαι τη μεγαλοσύνη σας διαφορετικά απ' ότι αρμόζει στον σεβασμό προς την υψηλή σας ιδιότητα!
Σ: Όχι, όχι! Η πραγματική μεγαλοσύνη, η πνευματική, είναι δική σας ιδιότητα, αφέντη μου. Η κοσμική μεγαλοσύνη δεν πρέπει να είναι ούτε τόσο σεβαστή ούτε τόσο απρόσιτη. Ο αγαπημένος μας αφέντης, ο σουλτάνος, που ο Θεός να του δίνει μακροημέρευση, κάθε μέρα διανέμει υψηλότατα αξιώματα σε τόσους άχρηστους. Δεν βλάπτει να αποδοθεί λοιπόν και σε έναν που πράγματι αξίζει!
Α: Ω, αφέντισσά μου, δεν έχω καμία απαίτηση από το μεγαλείο του, τον πολυχρονεμένο μας Πατισάχ!
Σ: Η δούλη που στέκεται μπροστά σας τώρα, αφέντη μου γνωρίζει καλά και την ολιγάρκεια και τη σύνεση του χαρακτήρα σας. Και αυτό που επιθυμεί όσο τίποτε άλλο, είναι να της δοθεί μια μικρή γωνιά μέσα στη ζωή σας. Θα της ήταν αρκετό, όποτε έρχεται στην αδερφή της για επίσκεψη, να μπορεί να χαρεί για λίγες στιγμές τη συντροφιά σας. Μην της το αρνηθείτε αυτό, θα πληγωθεί πολύ.
Α: Σουλτάνα μου, εγώ δεν είμαι απλώς ένας πιστός υπηρέτης του αφέντη μας και μου είναι αδύνατον να παραβιάσω τους νόμους του. Αντίθετα, θα προτιμούσα να δώσω και τη ζωή μου ακόμα για να τους υπερασπιστώ.
Σ: (Χάνει σιγά σιγά το υποταγμένο ύφος της ερωτευμένης γυναίκας και παίρνει αυτό της πριγκίπισσας της μεγαλωμέης μέσα στο παλάτι) Οι νόμοι κι όλα τα υπόλοιπα που καθημερινά έμαθε να πιστεύει ο κόσμος βρίσκονται μόνο στα χαρτιά, Αχμέτ Κάλφα. Ας αφήσουμε λοιπόν κατά μέρος τα μεγάλα λόγια και τις αυτοκρατορικές φανφάρες, που έτσι και αλλιώς τις σιχαίνομαι (και με χαμηλωμένο τόνο στη φωνή και ύφος συνομωτικής αλληλεγγύης)… όπως κι εσείς φαντάζομαι. Γιατί δεν δεν είναι εύκολο να γίνει πιστευτό πως ένα τέτοιο πνεύμα σαν το δικό σας μπορεί να ασπάζεται ή και να ανέχεται ακόμα αυτή τη σαπίλα. ¨όμως αυτό δεν είναι της στιγμής. (Έχει πια πάρει το αγέρωχο ύφος της σουλτάνας) Τέλος πάντων. Ξεχάστε παρακαλώ τις ανοησίες που σας είπα προηγουμένως. Δεν ζητώ τίποτα από εσάς ούτε και προσφέρω.(Μικρή παύση, σαν να σκέπτεται) Ή μάλλον, ζητώ μόνο μια χάρη. Μου επιτρέπετε να σας επισκέπτομαι καμιά φορά;
Α: Μεγάλη μου τιμή, σουλτάνα μου.
Σ: Ωραία! Και αν δε βρούμε τίποτα να συζητήσουμε, σας υπόσχομαι να καθίσω σε μια γωνία και να ακούσω τη μουσική σας, Αχμέτ Κάλφα. Και πιστέψτε με, θα είμαι πολύ διακριτική. Απλώς έχω ανάγκη από λίγο φρέσκο αέρα, κάθε τόσο. Το παλάτι και όσα ζω εκεί μέσα καθημερινά, με πνίγουν. Λίγο αέρα, λίγο φρέσκο αέρα θέλω. Το παλάτι και όσα ζω μέσα εκεί καθημερινά, με πνίγουν. Τι λέτε; Θα με ελεήσετε;
Α: Αλίμονο, σουλτάνα μου. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ πως είμαι άξιος τέτοιας καλοσύνης.
Σ: Αχμέτ Κάλφα, αγαπημένε, είμαι ένα τίποτα για σας και το καταλαβαίνω. Μου είναι όμως αδύνατον να κάνω αλλιώς. Σκύβει πάνω στο κάθισμα να πιάσει το πανωφόρι της και ο Αχμέτ τρέχει, την προλαβαίνει και της το προσφέρει με μια κλίση της κεφαλής). Σας ευχαριστώ για την ευγενική σας φιλοξενία. Αντίο. Θα ικετεύσω να σας συνατήσω, όταν δε θα αντέχω πια.
(Βγαίνει η Σεμσέ και ο Αχμέτ καλεί την Ελένη.)Α: Βρε, τι πάθαμε! Μπελάς από το τίποτα!
Ε: ( Η Ελένη, αν και παρακολουθούσε κρυφά πίσω από τη κουρτίνα το σκηνικό, κάνει πως δεν έχει ακούσει τίποτα.) Τι είπατε αφέντη μου, δεν άκουσα.
Α: Τίποτα ψυχή μου, τίποτα. Αναρωτιέμαι μόνο, γιατί όλοι βρίσκουν πολύ φυσιολογικό να επιβάλουν σε κάποιον πράγματα που οι ίδιοι δεν θα ήθελαν για τον εαυτό τους. Ο αφέντης μας, ο Μωάμεθ ο προφήτης, το λέει ξεκάθαρα: «Μη κάνεις στους άλλους κάτι, που δε θέλεις να σου κάνουν εκείνοι.» Εσένα, για παράδειγμα, δεν σε ρώτησε κανείς τι ήθελες να κάνεις στη ζωή σου, μόνο μια μέρα εισέβαλαν σ' αυτήν και στη διέλυσαν. Σκότωσαν τον πατέρα σου, λεηλάτησαν κι έκαψαν το σπίτι σου, σε πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα. Σαφέστατα και δεν ήθελες να γίνει τίποτε από αυτά. Ούτε εκείνοι, προφανώς, θα ήθελαν να πάθουν όσα έπαθες εσύ. Στο τέλος σε αγόρασα κι εγώ δίχως να σε ρωτήσω. Και να σκεφτείς, πως όλοι αυτοί που συμπεριφέρονται καθημερινά με αυτόν τον τρόπο, υμνούν το όνομα του Μωάμεθ πέντε φορές τη μέρα. (Καρφώνει τα μάτια του στο πρόσωπό της και την κοιτάζει επίμονα) Τί λες εσύ για όλα αυτά;
Ε: Εσείς με ρωτήσατε τότε..., αφέντη μου, «θέλεις να έρθεις μαζί μου τζάνουμ;» μου είπατε…
Α: Ναι, σωστά! Μόνο που πρώτα σε αγόρασα και μετά σε ρώτησα αν θες να έρθεις μαζί μου. Τόσο σωστός κι εγώ!
Ε: Και κάτι άλλο, αφέντη μου, πολύ σημαντικό για μένα. Αυτός που με πούλησε ήταν Χριστιανός! Ενώ εσείς, ένας αλλόθρησκος μου φερθήκατε με σεβασμό και εκτίμηση.
Α: (Δεν απαντάει αμέσως, μόνο κάνει μια βόλτα μέσα στο δωμάτιο και ξαφνικά σταματάει απότομα μπορστά της, όπως όταν παίρνουμε μια τελεσίσικη απόφαση) Από τώρα και στο εξής είσαι ελεύθερη. Μπορείς να φύγεις. Εγώ δεν θα ήθελα να με αγοράσει κάποιος και να χρησιμοποιεί στο σπίτι του σαν δούλο.
Ε: (Σηκώνει το κεφάλι και τον κοιτάζει λυπημένη) Δηλαδή, με διώχνετε αφέντη μου;
Α: (Ταραγμένος) Όχι …, όχι βέβαια. Απλώς, αν θέλεις να φύγεις, να ζήσεις ανάμεσα σε δικούς σου ανθρώπους, να πας ίσως στο χωριό σου, δεν ξέρω…, εσύ θα αποφασίσεις… Εγώ …, θέλω να πω πως είσαι ελεύθερη, σε απελευθερώνω!
Ε: Δεν ήταν μόνο αυτός που με πούλησε στο σκλαβοπάζαρο από τους δικούς μου (με τόνο ειρωνικό). Και οι σιπαίδες που έκαψαν το χωριό μας, και οι γενίτσαροι ακόμα, απ' τους δικούς μας ήταν κι αυτοί, αφέντη μου.
Α: ( Με τρυφερότητα) Πόσο έχεις υποφέρει κι εσύ, κορίτσι μου!
Ε: Με φρόντισε η Παναγία, αφέντη μου και έστειλε εσάς στο δρόμο μου. (Με αγωνία και παράκληση) Δε θέλω να φύγω από το σπίτι σας. Έτσι ήθελε ο Θεός να γίνει κι έτσι έγινε. Δεν θα μπορούσα να έχω καλύτερη τύχη μέσα στη δυστυχία μου!
Α: (Κάνει ένα βήμα συγκινημένος να την αγγίξει, να της χαϊδέψει ίσως τα μαλλιά όμως τελευταία στιγμή σαν να ξυπνάει από όνειρο) Ας δεχτούμε λοιπόν την ως τώρα παρέμβαση των ουράνιων προσωπικοτήτων και ας μην το συζητάμε άλλο. Από δω και πέρα όμως ας αποφασίσουμε με το μυαλό που μας έδωσε ο Θεός, ή μάλλον, με την καρδιά καλύτερα. Λοιπόν, τζάνουμ, κάνε ό,τι σου λέει η καρδιά σου. Εγώ πάω για ύπνο.
(Απομακρύνεται ο Αχμέ και φωτίζεται η γωνία της Ελένης)Ε: (Καθισμένη σε ένα σκαμνί, έχει τυλίξει τα χέρια γύρω από σώμα της και διπλώνεται σαν να πονάει) Παναγιά μου, σώσε με. Χτες βράδυ, όταν μου είπε πως πάει για ύπνο ήθελα να πάω κι εγώ μαζί του. Τον παρακολουθούσα πάνω από τους ώμους μου καθώς προχωρούσε προς το δωμάτιό του. Ευτυχώς δε γύρισε! Θα μ' έβλεπε και θα καταλάβαινε. Δεν του ξεφεύγει τίποτα, κίνηση, λόγος …, είναι πολύ έξυπνος! Αλήθεια, τι θα έκανα αν μου έλεγε: «Αφού θέλεις να έρθεις μαζί μου, έλα.» Θεέ μου, συγχώρεσέ με. Παναγιά μου, προστάτεψέ με από την αμαρτία.
Ύστερα πήγα κι εγώστην κάμαρά μου. Ο αφέντης μου, όπως κάνει κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, έπαιξε νέι. Η μελωδία έμοιαζε με ψαλμό. Ο μπαμπάς μου έλεγε πως οι μουσουλμάνοι έχουν πολλές παρόμοιες μουσικές με τις δικές μας. Κοιμήθηκα με το νανούρισμα του νέι. Στο όνειρό μου έβλεπα πως ο αφέντης μου ήταν ψάλτης στην εκκλησία. Ήμασταν στο χωριό μας, ο πατέρας μου τελούσε την κυριακάτικη Λειτουργία κι ο αφέντης μου έψελνε. Τι όμορφα που έψελνε, και τι όμορφος που ήταν! Σαν άγγελος. Μετά την εκκλησία ο μπαμπάς μου, έστειλε εμάς τους δυο να φέρουμε λιβάνι, κεριά και ανθόνερο. Ύστερα έστρωσα το κρεβάτι του αφέντη μου, όπως το στρώνω κάθε μέρακι έριξα πάνω ξερά λουλούδια, σταγόνες από ανθόνερο και τέλος … ξάπλωσα στο κρεβάτι, στο δικό του κρεβάτι και… και ... αμάρτησα μαζί του! Κάθε βράδυ τέτοια όνειρα βλέπω, Παναγιά μου, ντρέπομαι πια και τον εξομολόγο μου, δεν μπορώ να ξεστομίσω όλα όσα αισθάνομαι. Δεν ξέρω τί να κάνω. Βοήθησέ με. Παναγιά μου, φώτισε με, σε ικετεύω.
( Μπαίνει η αδελφή του Αχμέτ)
Φεριντέ: Αγαπημένε μου αδελφέ, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!
Αχμέτ: Ψυχή μου, αγαπημένη μου αδελφή, καλώς ήρθες. Τι μου κάνεις; (Την αγκαλιάζει τρυφερά)
Φ: Όλα καλά, το μόνο που μου λείπει, είσαι εσύ. Μένουμε τόσο μακριά που δε σε βλέπω όσο συχνά θα ήθελα.
Α: Τι να κάνουμε. Τώρα εσύ έχεις την οικογένειά σου, τον άνδρα σου..., δουλειές που σε περιμένουν...
Φ: Κανένα καλό νέο; Πού είναι η σκλάβα που μου έγραψες;
Α: (Με χάρη αλλά κι ελαφρώς μουτρωμένος) Ελένη τη λένε!... Πήγε στην εκκλησία. Είναι πολύ πιστή. Δε χάνει Λειτουργία.
Φ: Και καλή νοικοκυρά, απ' ότι βλέπω (Ρίχνει το βλέμμα γύρω της) Το σπίτι λάμπει!
Α: Είναι καλή μαγείρισσα και πολύ καθαρή.
Φ: Και όμορφη;
Α: Ναι πολύ! Αλλά πού κολλάει τώρα αυτό;
Φ: Τίποτα, έτσι ρώτησα. Ξέρεις, καμιά φορά αισθάνομαι τύψεις όταν σκέπτομαι... Νομίζω πως εγώ στάθηκα η αιτία που δεν έκανες οικογένεια ως αυτή την ηλικία.
Αχμέτ: Δηλαδή με λες γέρο! (Περιπαιχτικά)
Φ: Όχι, όχι! Μόνο να, όσον καιρό ήμουν εγώ εδώ, δεν παντρεύτηκες, δεν έφερες στο σπίτι καμιά άλλη γυναίκα για να μην αισθάνεται η αγαπημένη σου αδερφή περιττή, ούτε χάρηκες τη ζωή σου όπως κάνουν όλοι οι άνδρες. Εγώ παντρεύτηκα κι έφυγα μα πάντα έχω στο νου μου το πότε θα παντρευτείς κι εσύ να αποκτήσεις ένα ωραίο σπιτικό, παιδιά, να ζσεις με λίγα λόγια σε μια ζεστή οικογενειακή ατμόσφαιρα.
Α: Αν κρυώνεις εδώ μέσα, να σου φέρω το μαγκάλι!
Φ: Μην κοροϊδεύεις, σε παρακαλώ. Ξέρεις τι θέλω να πω. Στο δρόμο πέρασα κι από το κονάκι του φίλου σου του Τσελεμπή, για να δω λίγο τη φίλη μου, τη σουλτάνα Ζεκιγιέ. Μου είπε πως έδιωξες την αδερφή της κακείν κακώς!
Αχμέτ: Ελπίζω το γεγονόςνα έχει μένει μέσα στο χαρέμι του Τσελεμπή και να μην έχει ήδη φτάσει σε όλα τα κέντρα κουτσομπολιού της αυτοκρατορίας.
Φ: Μας προσβάλεις. Η Ζεκιγιέ είναι από τις πιο αξιόλογες και εχέμυθες κοπέλες της Πόλης.
Α: Δεν αμφιβάλλω.
Φ: Και τώρα στο θέμα που μας καίει. Δε σε καταλαβαίνω, αδερφέ μου. Σου προσφέρει την αγάπη της η πιο όμορφη και μορφωμένη γυναίκα της αυτοκρατορικής οικογένειας κι εσύ την περιφρονείς;
Α: Δεν ασχολούμαι με μονομερείς προσφορές.
Φ: Εσύ ξέρεις, εγώ πάντως με την πρώτη γνωριμία μας εντυπωσιάστηκα από τη σουλτάνα Σεμσέ. Την θεωρώ αψεγάδιαστη γυναίκα.
Α: Βλέπω πως μπαινοβγαίνεις και στο παλάτι τώρα τελευταία!
Φ: Μιλάς σαν να μη ξέρεις τον άντρα μου και το αξίωμά του. Είναι καιρός πια κι εσύ να μπεις στον στενό κύκλο του αφέντη μας. Σου αξίζει, άλλωστε. Ξέρεις τι ανάξιοι άνθρωποι ζουν παρασιτικά δίπλα στον μεγαλειότατο εκμεταλλευόμενοι την εύνοιά του;
Α: Κι εγώ, επειδή δεν είμαι ανάξιοςδεν θέλω να κάνω το ίδιο με αυτούς! Αδελφούλα μου, εμένα δε μ' ενδιαφέρει τίποτα, εκτός από τα βιβλία και τα μουσικά μου όργανα. Ααα!, και την Ελένη.
Φ: (Έκπληξη) Τι… Μα τι δουλειά έχει τώρα η δούλα στην κουβέντα μας; Αυτή είναι κτήμα σου και την κάνεις ότι θέλεις.
Α: Δεν είναι κτήμα μου. Την απελευθέρωσα.
Φ: Και δεν έφυγε!!;;
Α: Όχι, μένει με τη θέλησή της και την ευγνωμονώ γι' αυτό. Άλλωστε αισθάνομαι μια ατελείωτη τρυφερότητα όταν είναι κοντά μου. Είναι όμως τόσο πιστή χριστιανή και δε θα μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της με έναν μουσουλμάνο.
Φ: Αφού σου αρέσει τόσο πολύ, άλλαξε την πίστη της και κάνε την μουσουλμάνα.
Α: Εγώ; Να αλλάξω τη δική της πίστη; Να αλλάξω την πίστη οποιουδήποτε, δηλαδή. Μα την πίστη μου, δεν θα ήθελα να με αλλαξοπιστήσει κανένας! Πώς να το κάνω εγώ λοιπόν σε κάποιον άλλο;
Φ: Μα η Κωνσταντινούπολη είναι γεμάτη από κυρίες που αλλαξοπίστησαν και παντρεύτηκαν.
Α: Η Ελένη δεν μπορεί να την αλλάξει. Είναι κόρη παπά και η θρησκεία είναι πολύ βαθιά ριζωμένη μέσα της.
Φ: (Με μια κίνηση απελπισίας) Οπότε;
Α: Μακάρι να γινόταν να αλλάξω εγώ τη δική μου.
Φ: (Πετάγεται από το κάθισμα σαν να την τσίμπησε σφήκα) Τρελάθηκες, αδερφέ μου! Ξέρεις τους νόμους καλύτερα από μένα. Τώρα πια, με τον φανατισμό που επικρατεί τα τελευταία χρόνια, ούτε στις μουσουλμάνες δεν επιτρέπεται να αλλαξοπιστήσουν για να παντρευτούν. Για τους άντρες, έτσι κι αλλιώς, πάντα απαγορευόταν. Και είναι γνωστό, πως όποιος τόλμησε έχασε το κεφάλι του. Χώρια που δεν μπορείς να βρεις παπά να σε βαφτίσε, το απαγορεύει και το Πατριαρχείο. Αν μαθευτεί χάνει το κεφάλι ακόμα κι ο παπάς! Αδερφέ! Έλα στα συγκαλά σου!
Α: Ηρέμησε, δεν υπάρχει τίποτα ακόμα. Η κοπέλα δεν ξέρει καν τι αισθάνομαι εγώ γι' αυτήν και τι θα ήθελα. Είναι ήσυχη και ευτυχισμένη, ύστερα από πολλές δυστυχίες που πέρασε. Μου μαγειρεύει, μου καθαρίζει, πάει στην εκκλησία της και λάμπει από χαρά. Αυτό μου αρκεί προς το παρόν.
Φ: Κι εσύ θες να χάσεις το κεφάλι σου για μια… δε ξέρω και πώς να την πω …
Α: Πες, πες, για μια απλή κοπέλα, μια ασήμαντη, μια αγράμματη και ότι άλλο σκεφτείς. Η καρδιά δεν λογαριάζει τα φιρμάνια έλεγαν οι πρόγονοί μας, αγαπημένη μου αδερφή. Κι έτσι είναι, πράγματι. Καμιά φορά σκέφτομαι τι είναι αυτό που με γεμίζει χαρά όταν είναι η Ελένη κοντά μου; Μα τα πάντα. Να, τώρα που δεν έχσει έρθει ακόμα, ανησυχώ. Θα την ήθελα εδώ, κοντά μου, να μου μιλάει για όλα εκείνα που θυμάται και αγαπάει. Θα μου έλεγε τι είπε σήμερα ο παπάς στην εκκλησία, πως κοινώνησε, ποιοι ήτανεκεί, πως παρακάλεσε τον Θεό να με ευλογεί και την Παναγία να με βοηθάει…
Φ: (Φανερά εκνευρισμένη) Εσύ πάει, τρελάθηκες! Έχω μεγάλη επιθυμία να γνωρίσω αυτό το θαύμα της φύσης, μα δεν μπορώ να μείνω περισσότερο. Έχω Πέντε ώρες δρόμο μπροστά μου και πρέπει να φτάσω στο σπίτι πριν πέσει ο ήλιος. (Σηκώνεται φουριόζα) Φεύγω, αδερφέ. Και πρόσεξε σε παρακαλώ μη κάνεις καμιά τρέλα. Όχι τίποτ' άλλο, μα αν το μετανιώσεις, δεν θα μπορέσουμε να τα μαζέψουμε μετά!
(Τον αποχαιρετάει με μια βιαστική αγκαλιά και φεύγει)
(Εδώ να μπει μια σκηνή με Σεμσέ στο χαρέμι ή στο παλάτι ... ) (Σαλόνι σπιτιού Αχμέτ. Μόνος του, παίζει νέι και κατόπιν ούτι και τραγουδάει. Μπαίνει η Ελένη. Ο Αχμέτ είναι αφηρημένος. )
(Η Ελένη προχωρεί και κάθεται μπροστά του στο χαλί. Ο Αχμέτ τη βλέπει, και δε σταματάει το τραγούδι παρά μόνο όταν τελειώνει).Ε: Τί ωραία που παίζετε και τραγουδάτε, αφέντη μου! Δεν έχω ακούσει ποτέ μου τόσο όμορφη φωνή!
Α: Ούτε κι από κανένα ψάλτη;
Ε: (κοκκινίζει και σκύβει τι κεφάλι)
Α: Γιατί κοκκίνισες ψυχή μου, είπα τίποτα κακό;
Ε: Όχι, αφέντη μου, απλώς...
Α: Αν δε θέλεις, μη μου πεις.
Ε: Όχι, όχι, μόνο που αυτό θα έλεγα, σαν τους ψάλτες τραγουδάτε. Σας είδα στο όνειρο μου να ψέλνετε στην εκκλησία μας μαζί με τον συχωρεμένο τον πατέρα μου. Αυτό θυμήθηκα.
Α: Αα! Πολύ χαίρομαι που με είδες στην εκκλησία, έστω και σε όνειρο. Και μετά, τι έγινε;
Ε: Τίποτα.
Α: Μετά τη Λειτουργία, δε με συλλάβανε οι μποσταντζήδες;
Ε: Όχι, ο μπαμπάς μου μας έστειλε να φέρουμε λιβάνι και κεριά.
Α: Τα βρήκαμε;
Ε: Ναι, βέβαια. Και μετά, εγώ έστρωσα το κρεβάτι σας, το στόλισα με ξερά λουλούδια όπως μου έχετε πει πως έκανε η μητέρα σας και το ράντισα ροδόνερο.
Α: Και μετά;
Ε: .....
Α: Τι ωραίο όνειρο! Μακάρι να έβλεπα κι εγώ τέτοια!
(Εδώ σκηνή με τη Σεμσέ και τις άλλες γυναίκες ή τον Τσελεμπή που παρευρίσκεται σε συζήτηση που αφορά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του Αχμέτ. – Να περιγράφεται η εικόνα που οι αυλικοί έχουν γι' αυτόν) (Σπίτι Αχμέτ. Ο Αχμέτ αρχίζει να παίζει κάποιο όργανο. Φως και στην άλλη γωνία εμφανίζεται η Ελένη γονατιστή) Ε: Του το είπα, Παναγιά μου, την μισή αλήθεια... την μισή... δηλαδή... όπως πρέπει. Τώρα πια δε ντρέπομαι τόσο πολύ. Μου είπε επίσης ότι ήρθε η αδερφή του. Παντρεύτηκε λέει και μένει μακριά. Μου διηγήθηκε ιστορίες από τα παιδικά τους χρόνια, για τον πατέρα, τη μητέρα τους... Για τη δεύτερη γυναίκα που πήρε ο πατέρας του και θυμήθηκα τη Μαρία, στο χωριό. Όποτε ο άντρας της πήγαινε με τη χήρα, εκείνη στενοχωριόταν κι έκλαιγε με λυγμούς. Κι αυτό οι μουσουλμάνοι, δεν το κάνουν κρυφά. Στο χωριό μας, οι μισοί γύρευαν τις γυναίκες των άλλων...ήμαρτον, Παναγία μου, τι κάθομαι και σου λέω! Σήμερα επίσης με έστειλε ο αφέντης μου ν' αγοράσω εικόνες από την αγορά. Πήγα και πήρα αρκετές. Έφτιαξα ένα εικονοστάσιο στην κάμαρά μου και τις έβαλα μέσα. Βοήθα με Χριστέ μου, μη λαθέψω πουθενά…(Σκοτεινιάζει η γωνία της Ελένης και χάνεται η φωνή, ενώ φωτίζεται η άλλη γωνία. Μπαίνει ο φίλος του Αχμέτ ο Τσελεμπή).Τ: Φίλε μου αγαπημένε, χαίρομαι που είσαι πια περιστοιχισμένος από γυναίκες, παίζεις, τραγουδάς, τρως καλά! Μόνο δεν πίνεις αλλά τι να κάνουμε; Ουδείς αναμάρτητος. Λοιπόν σ' ευχαριστώ που δέχεσαι τη σουλτάνα Σεμσέ στο σπίτι σου. Αν και όποτε έρχεται ξέρω πως κάθεται σε μια γωνία και σε ακούει να παίζεις ούτι και να τραγουδάς. Δεν πειράζει, είναι κι αυτή μια αρχή. Είμαι σίγουρος πως κάποια στιγμή θα σε σαρώσει η φλόγα του πάθους και θα την πάρεις στην αγκαλιά σου. Και τότε θα δικαιωθώ για την επιμονή μου. Άντε και κουμπάρος στο γάμο σου!
Α: Μ' αυτό το μυαλό να κοιμάσαι!
Τ: Θα δεις αγαπητέ μου Αχμέτ, θα δεις... Μόνο έχω ένα παράπονο από σένα. Όταν η Σουλτάνα, σου κάνει τη τιμή και βρίσκεται στο σαλόνι σου, βάζεις και τη δούλα σου να κάθεται μαζί σας. Δε στέκεται καν όρθια δίπλα στην πόρτα, μόνο είναι κι αυτή καθιστή. Αν είναι δυνατόν!
Α: Δεν υπάρχουν αφέντες και δούλοι όπως έλεγε κάποιος προφήτης. Το έχεις ακούσει ποτέ;
Τ: Θεωρίες, θεωρίες. Ποιος πλούσιος χριστιανός δεν έχει δούλους, μπορείς να μου πεις; Ποιοι είναι οι καλύτεροι δουλέμποροι; Οι χριστιανοί. Από πού μαθάμε εμείς τους ευνούχους και τα χαρέμια; Από τη ρωμαίικη αυτοκρατορίας δεν τα μάθαμε; Γι' αυτό, μη μου λες ανακρίβειες.
Α: Ο ίδιος προφήτης είχε πει κι ένα ρητό που αφορά το πέρασμα μιας καμήλας από το μάτι της βελόνας.
Τ: Δεκτό και παραδίνομαι. Παρ' όλα αυτά, μπορείς να στέλνεις τη μη δούλα σου στο διαμέρισμά της όποτε έχεις επισκέψεις;
Α: Όχι.
Τ: Ο λόγος;
Α: Γιατί τους επισκέπτες τους καλωσορίζουμε όλοι οι συγκάτοικοι του σπιτιού.
Τ: Πριν από μερικούς μήνες την αγοράσαμε μαζί. Τώρα έγινε και συγκάτοικός σου;
Α: Από την αρχή του κράτους μας μέχρι σήμερα, πόσοι σουλτάνοι μας γεννήθηκαν από αγορασμένες γυναίκες, ξέρεις;
Τ: Θεέ μου, τι λέει ο αθεόφοβος! Ευτυχώς που δεν τον ακούει κανείς γιατί θα πήγαινα μαζί του στην κρεμάλα!
Α: Αν δε θέλεις ν' ακούς αλήθειες, σκέψου δύο δευτερόλεπτα πριν μιλήσεις.
Τ: Ποιος φιλόσοφος τα λέει αυτά;
Α: Δεν χρειάζεται μεγάλη φιλοσοφία για να έχεις μια πορτούλα στο στόμα σου.
Τ: Γιατί, εσύ την έχεις; Χθες πάλι στο γραφείο σου, ενώπιον όλων των υπαλλήλων, στρατιωτικών και ουλεμάδων είπες πως ο καζασκέρης από όποιον δε μπορεί να πάρει το πουγκί, του παίρνει το κεφάλι. Αυτά τα λόγια ποιητικά στέκονται ωραία. Μόνο πρόσεξε, κακομοίρη μου, γιατί κοντεύουν οι μέρες που δεν θα μπορώ να σε βοηθήσω ούτε εγώ.
Α: Έχω ισχυρότερους βοηθούς. Βλέπεις, δεν μπορώ να μη μιλώ μπροστά στην αδικία. Ο Ύψιστος έτσι με δημιούργησε, να μαρτυρώ πάντα τη γνώμη μου.
Τ: Πολύ ωραία! Τώρα ο κύριος μας θέλει να μαρτυρήσει κιόλας!
Α: Πρέπει να ομολογούμε πάντα την αλήθεια.
Τ: (με ύφος καθηγητή) «Το να είναι αληθές κάτι, δεν αρκεί για να φανερωθεί στο κοινό». Θυμάσαι, αγαπητέ μου, όταν και οι δυο μας ήμασταν σπουδαστές κοντά στον αφέντη μας στο αυτοκρατορικό σπουδαστήριο; Τι έλεγε ο δάσκαλός της νομικής; Πάντα ήσουν άριστος μαθητής. Ξέχασες αυτή τη θεμελιώδη αρχή του κώδικα; «Το να είναι αληθές κάτι, δεν αρκεί για να φανερωθεί στο κοινό».
Α: Υπάρχουν κι άλλες αρχές που ασπάζομαι.
Τ: Ξεχνάς το «τα του Κυρίου τω Κυρίω και τα του Καίσαρος τω Καίσαρι.» Ελπίζω να μη θεωρείς όλους τους άλλους εκτός από σένα ανίδεους.
Α: Αλίμονο! Ακριβώς το αντίθετο, είστε πολύ σχετικοί.Μόνο που χρήση της γνώσης σας εξαρτάται κάθε φορά από αυτό που σας συμφέρει.
Τ: Αυτό ήταν πάντα το αγαπημένο σου παιχνίδι, να παίζεις με τις λέξεις και να βρίσκεις ποιητικούς συνδυασμούς. Μόνο που σου το λέω για τελευταία φορά. Ξύπνα, άσε τις ανοησίες, κράτα μια κανάτα κι εσύ, γέμισέ τη από το άφθονο ελιξίριο που ρέει γ'υρω σου, χαίρου τη ζωή σου, να μπορέσουν να χαρούν και μερικές άλλες μαζί σου...
Α: Κι όλοι μαζί να στρώσουμε επί γης τον δρόμο προς την κόλαση!
Τ: Φτάνει! Φεύγω γιατί γίνομαι Τούρκος όταν αρχίζεις αυτά τα ευαγγελιστικά. Ο Θεός αν δεν τα ήξερε αυτά καλύτερα από σένα δεν θα έστελνε αργότερα έναν άλλον προφήτη, τον Αφέντη μας. Φαίνεται είδε, την ανάγκη της συμπλήρωσης ή αν θέλεις διόρθωσης των παλιών και έστειλε, έναν καινούγιο. Γι' αυτό κι εσύ ξέχνα τα παλιά!
Α: (Ειρωνικά) Σωστά! Άλλωστε εσείς με την ίδια ταχύτητα, προσαρμόζετε τις φιλοδοξίες σας στους παλιούς, στους καινούργιους και γενικά σε ό,τι σας βολεύει. Νυν και αεί!
Τ: Έλεος, ήμαρτον! tovbe, fesuphanallah.! (Φεύγει θυμωμένος)
Α: (Φωνάζει πίσω του) Αύριο θα πάω μόνος μου στον καζασκέρη και θα τον ενημερώσω πως ό,τι λένε για μένα είναι τελείως αβάσιμο.
(Μόνος του πια, μονολογεί) Μήπως προλάβω κι εμποδίσω το κακό....
( Ο Αχμέτ παίρνει ένα όργανο και καθώς παίζει, μπαίνει η Ελένη).
Α: Ήρθες, ψυχή μου;
Ε: Ήρθα αφέντη μου και σας έφερα αυτά που μου παραγγείλατε.
(Πλησιάζει να τα δώσει στον Αχμέτ και τα χείλη της σχεδόν αγγίζουν στο πρόσωπό του).Α: Έφερες και του κόσμου τις ωραίες μυρωδιές! Τι όμορφα που μυρίζει η αναπνοή σου, τζάνουμ.
Ε: Από τον Άρτο και τον Οίνο που μετέλαβα κύριε.
Α: (Αρχίζει να χαριτολογεί) Το Κοράνι λέει πως όποιος λέει ψέματα, θα καίγεται η γλώσσα του στην Κόλαση. Εσύ βέβαια τη γλιτώνεις αφού δεν πιστεύεις στο Κοράνι. Δεν θυμάμαι όμως τι λέει η Αγία Γραφή για το θέμα. Ρώτα κάποια στιγμή τον ιερέα. Τώρα δεν μπορώ να ψάξω στα κιτάπια μου για να δω ποια πρέπει να είναι η τιμωρία σου.
Ε: (Τά 'χει χαμένα) Δε σας λεω ψέματα αφέντη μου.
Α: Δυστυχώς, τζάνουμ, το Κοράνι δεν προβλέπει κάποια ποινή και για την επιμονή, οπότε πάλι γλιτώνεις εξαιτίας της νομικής ανεπάρκειας. Κι αφού είναι έτσι, πήγαινε να ξεκουραστείς. Δε σε χρειάζομαι για την ώρα.
(Προχωρεί στη βιβλιοθήκη, παίρνει ένα βιβλίο κι αρχίζει να διαβάζει, Βγαίνει η Ελένη από αριστερά. και μετά από λίγο φωτίζεται η γωνία της. )- Ελένη: (εξηγεί το περιστατικό ….)
…. .. η αναπνοή μου με πρόδωσε Παναγία μου... κατάλαβε πως χτυπά η καρδιά μου όταν πάω κοντά του... μετά μου είπε ότι δε με χρειάζεται και φοβήθηκα, νόμιζα πως τον χάνω, νόμιζα πως με διώχνει, πως δε θα τον ξαναδώ πια. Ξάπλωσα και με πήρε ο ύπνος μεσημεριάτικα, κάτι που δεν συνήθιζα παλιά. Τώρα πια, θέλω όλο να κοιμάμαι και μόλις κλείνω τα μάτια μου έρχεται κοντά μου ο αφέντης μου. Σήμερα πάλι τον είδα στο όνειρο μου. Μεγάλη αμαρτία! Δεν μπορώ να το πω, είναι πολύ δύσκολο… Είδα πως ήμουν στον παράδεισο, παντού λουλούδια, ποταμάκια, δέντρα και λουλούδια υπέροχα΄έτσι όπως τον περιγράφει η Αγία Γραφή. Έρχεται το καταραμένο φίδι και μου δίνει το μήλο. Τότε θυμάμαι την Εύα και διώχνω το διάβολο. Φεύγει. Είμαι ευτυχισμένη που δεν αμάρτησα. Εκείνη τη στιγμή έρχεται ο αφέντης μου. Είναι σαν τον Αδάμ. Όμως εγώ δεν ντρέπομαι. Μου χαμογελάει και με παίρνει στην αγκαλιά του. «Κανείς δεν μπορεί να μας διώξει από το περιβόλι της Παναγίας» μου λέει. Κι εκεί, πάνω στα μαλακά και μυρωδάτα χόρτα ξαπλώνουμε και… αμαρτάνουμε, Παναγιά μου. Συγχώρα με, Κύριε, συγχώρα με!
(Σταυροκοπιέται η Ελένη και λέει διάφορες ευχές)
(Αφού μεσολαβήσουν κάποιες σκηνές με δράση που θα έχει να κάνει με τις ίντριγκες των αυλικών και όλων των θιγόμενων από την συμπεριφορά τιμητή του Αχμέτ, καθώς και με τις ίντριγκες του χαρεμιού και της Σεμσέ για να τον αποκτήσει, φθάνουμε στη δίκη).Η Δίκη
- Καζασκέρης: Εις το όνομα του Θεού ξεκινώ τη διεξαγωγή αυτής της δίκης.
Κύριε Αχμέτ Κάλφα, υπάρχουν μαρτυρίες εναντίον σας ότι αρνείστε την μοναδικότητα του Θεού.
- Αχμέτ: Άρχοντα καζασκέρη, όπως γνωρίζετε εδώ ήρθα μόνος μου για να σας διαβεβαιώσω πως οι φήμες αυτές είναι ανυπόστατες.
- Κ: Έξυπνη κίνηση. Ο Θεός όμως ξέρει τα πάντα και εμείς θα τα μάθουμε σε λίγο. Τώρα εσείς υποχρεούστε μόνο να ομολογήσετε δημοσίως ότι αρνείστε το χριστιανισμό.
- Α: Θέλετε δηλαδή να αρνηθώ το Κοράνι.
- Κ: Τι ύβρις είναι αυτή!;; Ποια σχέση μπορεί να έχει το μέγιστο Κιτάπι μας με το Χριστιανισμό;
- Α: Είμαι σίγουρος ότι το έχετε διαβάσει άρχοντα καζασκέρη. Μόνο που, μάλλον, σας διαφεύγει ότι σύμφωνα με το ιερό μας βιβλίο όποιος δεν δέχεται και το λόγο του Χριστού δεν μπορεί να θεωρείται μουσουλμάνος. Το αναφέρει στο εδάφιο...
- Κ: Αυτό δε σημαίνει πως μπορείτε να φοράτε σταυρό κρυφά.
- Α: Δεν κρύβω από κανέναν τίποτα. Απλώς πιστεύω πως ο λόγος του Ιησού Χριστού αξίζει τον σεβασμό όλων των μουσουλμάνων.
- Κ: Δηλαδή δέχεσαι πως δεν ανήκεις στην Πίστη μας;
- Α: Δεν είμαι σίγουρος σε τι ακριβώς πιστεύετε.
-Κ: Αυτά είναι λόγια. Πρέπει να αρνηθείς το χριστιανισμό δημοσίως.
- Α: Αυτό δεν μπορείτε να το κάνετε ούτε κι εσείς.
- Κ: Πώς δε μπορώ! Να τούτη τη στιγμή δηλώνω πως αρνούμαι την απιστία.
- Α: Ο χριστιανισμός δεν είναι απιστία, άρχοντα καζασκέρη. Πιστεύει στον ίδιο Θεό που πιστεύουν και οι μουσουλμάνοι.
- Κ: Ύβρις, ύβρις!! Τα ιερά κείμενα που έστειλε ο Θεός στους εβραίους και στους χριστιανούς χάθηκαν. Αυτά που διαβάζουν και πιστεύουν αυτοί είναι χαλκευμένα.
- Α: Από τα πρώτα βήματα του Προφήτη μας του Μωάμεθ ως τώρα, τα κείμενα αυτά δεν άλλαξαν άρχοντα καζασκέρη.
- Κ: Τι σημαίνει αυτό;
- Α: Ήδη από τα πρώτα εδάφια του Κορανίου η Παλαιά και Καινή Διαθήκη αναφέρονται ως υποχρεωτικώς αποδεκτά ιερά κείμενα. Τι αλλάζει μετά και γίνονται χαλκευμένα;
- Κ: Ύβρις, ύβρις!! Τώρα δηλαδή θέτεις και θέμα ανακολουθίας του Κορανίου;; Λοιπόν, άντε πες αμέσως το «απεταξάμην». 'Απεταξάμην τον χριστιανισμό!'
- Α: Όχι! Απεταξάμην μόνο τον σατανά!
- Κ: Άφεριμ, παιδί μου, Αχμέτ. Και εξηγώ τι ακριβώς είπες: Όντας ένας αγαπητός υπάλληλος του μέγιστου αφέντη μας αλλά και σε όλους μας εξίσου αγαπητός, αξιόλογο μέλος της κοινωνίας μας, όπως όλοι μας αποτάσσεσαι τον Σατανά. Απέδειξες τη πίστη σου. Και επειδή οι χριστιανοί έχουν σατανικό μυαλό, αποτασσόμενος τον σατανά αποτάσσεσαι και τον χριστιανισμό.
- Α: Όχι, κύριε. Εγώ δεν ταυτίζω το χριστιανισμό και τους χριστιανούς με τον Σατανά.
- Κ: Ά, παιδί μου, Αχμέτ, πάλι μου τα χάλασες! Ο σκοπός μας δεν είναι να σε χάσουμε. Αν ήταν έτσι, θα είχα βγάλει ήδη την απόφασή μου. Μήπως νομίζεις πως θα καθόμουν με τις ώρες να κουβεντιάζω μαζί σου; Παρότι αυτά που άκουσα πως έλεγες εναντίον μου πολύ με στενοχώρησαν, δεν θα φερθώ συναισθηματικά. Σκοπός μας είναι να σε κερδίσουμε και να είμαστεόπως πριν. Εντάξει είσαι λίγο ιδιότροπος, θρασύς και τιμητής των πάντων, αλλά τι να κάνουμε; Ο καθένας με το καημό του. Έχουν όμως και άλλοι καημό, κι αυτό πρέπει να το καταλάβεις. Δεν είναι κέρδος για όλους μας να περνάμε καλά, να ζούμε μια ζωή χωρίς γκρίνια και εντάσεις, κι εσύ κι οι άλλοι και ... κάποιες άλλες... Κυρίως δε, να μην αμφισβητούμε τα δεδομένα. Μια κουβέντα λοιπόν θέλω μόνο να μου πεις και θα φύγεις.
- Α: Εμένα με κερδίζει η αγάπη, άρχοντα καζασκέρη, όχι τα τερτίπια, τα ψέματα και το δήθεν.
- Κ: Καλά, πες αυτό που σου ζητώ με τον τρόπο που εσύ θέλεις.
- Α: Δεν κατάλαβα τι μου λέτε...
- Κ: Εννοώ να μας αποδείξεις πως δεν είσαι χριστιανός και κάνε το όπως εσύ νομίζεις.
- Α: Κατά κάποιο τρόπο όλοι είμαστε χριστιανοί, άρχοντα καζασκέρη.
- Κ: Μα γιατί επιμένεις τόσο; Δε καταλαβαίνεις πως εδώ παίζεται το κεφάλι σου!
- Α: Αυτό το κεφάλι δεν έχει καμία σημασία μπροστά στην πίστη μου. Την πίστη της αγάπης!
- Κ: Δηλαδή εμείς έχουμε την πίστη του μίσους.
- Α: Αυτό να το κρίνετε μόνοι σας. Όπως είπε και ο Κύριος: μην κρίνεις, ίνα μην κριθείς!
- Κ: Εγώ όμως είμαι εδώ για να κρίνω, κ. Αχμέτ, και το δοβλέτι δεν μπορεί να λειτουργήσει με το μην κρίνεις. Μέχρι τώρα έκανα τα στραβά αλλά εσύ μου κλείνεις όλες τις πόρτες. Δε συμβιβάζεσαι, δε συνεργάζεσαι και αρνείσαι να καταλάβεις την κρισιμότητα της κατάστασης!
- Α: Θέλω να ζήσω όπως πιστεύω και όπως θέλω εγώ, άρχοντα καζασκέρη. Διαφορετικά η ζωή δεν έχει καμία αξία για μένα.
-Κ: Πολύ καλά! Γράψε λοιπόν, γραφιά: Σήμερα, 20 Αυγούστου 1681 στην Κωνσταντινούπολη, από το Ιερό μας Δικαστήριο βγήκε η εξής απόφαση.
Ο Αχμέτ Κάλφα, κάτοικος Κωνσταντινούπολης κατηγορήθηκε για το έγκλημα της αλλαξοπιστίας. Κλήθηκε στο υψηλό Δικαστήριο και παρά τις επίμονες ερωτήσεις μας δεν απαρνήθηκε τη χριστιανική πίστη. Σύμφωνα με το νόμο καταδικάστηκε σε θανατική ποινή, ώστε να γίνει για όλους μας παράδειγμα προς αποφυγήν. Η περιουσία του θα κατασχεθεί από το κράτος και το μοναδικό ανθρώπινο περιουσιακό του στοιχείο, μια χριστιανή δούλη, θα πουληθεί στο σκλαβοπάζαρο και η τιμή της θα καταγραφεί ως κρατικό εισόδημα. Η ποινή του Αχμέτ Κάλφα θα εκτελεστεί την 24η Αυγούστου του 1681.
(Στη σκηνή εμφανίζεται ένας αφηγητής, ίσως κάποιο πρόσωπο του έργου) 24 Αυγούστου 1681. Ο Αχμέτ Κάλφα μαρτυρεί με αποκεφαλισμό μπροστά στον Σουλτάνο.(Μικρή παύση με μουσική υπόκρουση)
Αφηγητής (συνέχεια) Αυτά είπε κι έπραξε ο Αχμέτ Κάλφας.
Και η ζωή;
Εκείνη συνέχισε. Με την γνωστή ομορφιά της, τη μιζέρια, τον πλούτο τη φτώχια και τις χίλιες δυο φάσεις και αντιφάσεις της ...
Ύστερα από πολλά χρόνια η Ορθόδοξη Εκκλησία τον αναγνώρισε ως Άγιο και Νεομάρτυρα παρότι ούτε είχε βαφτιστεί ούτε χριστιανικό όνομα είχε πάρει. Κρίθηκε όμως Άξιος. «Βαφτίστηκε στο αίμα του» είπαν.
(Τελευταία σκηνή πριν κλείσει η αυλαία)ΣκλαβοπάζαροΗ Ελένη πάλι τυλιγμένη με το σεντόνι, κλαίει. Ο Δουλέμπορος με τα ίδια λόγια της πρώτης σκηνής του σκλαβοπάζαρου, προσπαθεί να την πουλήσει. Οι άνθρωποι περνούν και απομακρύνονται ... Αυλαία